Τα λαϊκά τραγούδια
Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά
μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του φαντάρου: Δεν θέλω
καθώς μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ
να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…
Τραγωδία
Έχω βλέπεις νοσταλγήσει ρέοντα λόγο.
Μάγδα Οιχαλιώτου
Κανείς δε σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δε σκέφτηκε τον άνεμο που θάρχονταν σε λίγο
κανείς δε σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θάδιναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δε μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι…
Και θάχω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά…
Το Λάθος
Να μη χαθούμε μες στην ερημιά του κόσμου έλεγε
χαθήκαμε μες σε κατάμεστο ξενυχτάδικο
άγγελοι μετανάστες σε αθηναϊκό υπόγειο ουρανό.
Το πρωί μου τηλεφώνησε να μάθει αν τη θέλω ακόμα.
Δε σ’ ακούω της είπα πάρε το μηδέν.
Αλλά εκείνη πήρε λάθος… Πήρα λάθος μου είπε
να με συγχωρείτε.
Πώς μας κέρδισε μια κοπέλα
Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Μας έφεγγε χαμόγελο αληθινής καλημέρας.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του.
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε.
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα που της συννέφιασε το πρόσωπο.
Κ’ η μουχλιασμένη κάμαρα
μια στενοχώρια που της κέρδισε την καρδιά.
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της
που συμμερίζεται την προστυχιά
μα προπαντός
ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
να ξανακερδίζει την καρδιά της.
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
κ’ έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο.
Αγάπη (Γράμμα)
Αγάπη μου
η λύπη μου έγινε ένα σύγνεφο και πρέπει
ν’απιθωθεί στα μάτια σου να βρέξει.
Δεν έχω άλλον ουρανό πλην απ’ τα μάτια σου...
Μαγική εικόνα
Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
Ήλιος δροσιά πεύκα φαϊ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος...
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ
να περνάς απ έξω.
Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε
Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα
οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα.
Φιλοδοξίες
Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!
Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
μεθυσμένα κάρα μεθυσμένα κι αργοκίνητα.
Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας…
Εμείς
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα καφέδες και κρασιά κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άντρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…
Αγάπες
Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.
Πέφτει Ουρανός
Πέφτει ουρανός στον αφαλό της νεαράς
και τον ζωγραφίζει. Τι αγοράζετε
αφαλό ή πίνακα; Η νεαρά η οποία σημειωτέον
έχει καλούτσικα πόδια αγόρασε τυρόπιττα…
Τι να είναι άραγε ο πατέρας της;
ράφτης οδηγός λεωφορείου καθηγητής πανεπιστημίου
επαγγελματίας αριστερός περιπτεράς λογιστής;
Φοράει τα γυαλιά της μόλις βγήκε λίγος ήλιος η μαϊμού
βγάζει από την τσάντα της τα γυαλάκια της και τα φοράει.
Αυτή τη στιγμή επιθυμώ ένα δωμάτιο ένα ντιβάνι ένα
τραπέζι μια καρέκλα ένα καφέ ένα νερό ένα τσιγάρο
και λίγη ακόμα φαντασία η νεαρά μπήκε στον ουρά
της αφετηρίας όπου θα τελειώσει την υπέροχη τυρόπιτά της…
Η Μαίριλυν
Μαζί με σε θυμάμαι και τον Μπελογιάννη.
Το σώμα σου είχε την παγκόσμια θέα
το σώμα σου φιλοξενούσε την παγκόσμια αγωνία
το σώμα σου το κάναμε γινάτι και ταμπούρι
το σώμα σου αγαπημένη των αγαπημένων
σαν τη ζωή όταν βγαίνει στο παζάρι
σαν τη ζωή όταν μαζεύεται το βράδυ
σαν τη ζωή όταν κυλάει από κρεβάτι σε κρεβάτι
σαν τη ζωή όταν μαχαιρώνεται μα δεν την παίρνουνε τα δάκρυα.
Το σώμα σου το φόρεσαν κονκάρδα
αυτοί που πρόδωσαν αυτοί που ξέχασαν αυτοί που πάνε
αυτοί που έχει στο στόμα τους παγώσει
το λίπος των μελό επιτάφιων λόγων
και των επίκαιρων στίχων.
Οι βιρτουόζοι
των γυναικείων λυγμών
και των ωραίων αναστεναγμών
και των μισθών και των Σας άρεσε;
Καλό δεν ήταν;… Ευχαριστώ!
Γλυκιά μου Μαίριλυν κι ακόμα πιο γλυκιά
όταν οι τίμιοι θολώνουν και σε λεν πουτάνα
γλυκιά μου Μαίριλυν μας άφησες ένα στόμα
να σεργιανάει στου κόσμου τις πληγές.
ΒυθόςΓίναν τα μάτια της ολόκληρη η ίδια
γίναν τα μάτια της τρελές πυγολαμπίδες
γίναν τα μάτια της βαθιά πηγάδια
γαλάζια πράσινα γαλαζοπράσινα με μαύρα χείλια.
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1957-1983)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου