Ήρθε η στιγμή να πάψει πια η καρδιά μου να χτυπά,
αφού έχει πάψει από καιρό άλλες καρδιές να συγκινεί.
Μ’ αν έστω κι αν δεν δύναται πλέον ν’ αγαπηθεί,
δύναται ν’ αγαπά.
Τ’ άνθη, οι καρποί του Έρωτα έγιναν παρελθόν.
Λουλούδια που μαράθηκαν οι μέρες μου μαδούν.
Η ερυσίβη, η μοναξιά μέσα μου μόνο ζουν
κι οι αρρώστιες των δενδρών.
Αυτή η φωτιά τα στήθη μου που τρώει σιγά-σιγά
ομοιάζει μισοπέλαγα ηφαίστειο σβηστό.
Τόση φωτιά στα σπλάχνα του, μα στέκει σκοτεινό:
μια νεκρική πυρά.
Ελπίδες, φόβους, αγωνίες, πάθη υψηλά και ταπεινά,
τον πόνο μου, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,
του έρωτα την δύναμη να νιώσω δεν μπορώ.
Μον’ άλυσες, δεσμά.
Μα εδώ τι θέλουν όλα αυτά; Όχι έτσι κι όχι εδώ:
δεν πρέπει τέτοιοι λογισμοί να δέρνουν την ψυχή,
τώρα που η δόξα στέφανο στον ήρωα φορεί
ή τον θρηνεί νεκρό.
Όπου κοιτάξω γύρω μου, σπαθιά, σημαίες, αχός
πολεμιστών - η Ελλάδα εδώ την Δόξα συναντά!
Ούτε ο Σπαρτιάτης κάποτε τόσην ελευθεριά
δεν είχε στην ασπίδα του νεκρός.
Εγείρου! (όχι Ελλάδα εσύ - εγέρθηκες εσύ!)
Εγείρου πνεύμα μου! Εμπρός, επίστρεψε γοργά
απ’ όπου το αίμα ποταμός στις φλέβες σου κυλά,
κι άρπαξε το σπαθί!
Οι μνήμες κακοφόρμισαν, άχρηστο υλικό.
Ανάξια ανθρωπότητα! Για σένα είναι πια
το ίδιο αδιάφορο αν γελά ή κλαίει η ομορφιά:
άχρηστος στοχασμός.
Μ’ αν σε λυπεί ό,τι έζησες, τότε γιατί να ζεις;
Μια χώρα ένδοξων νεκρών σε κλείνει από παντού.
Χύσου στην μάχη. Στην βοή μέσα τού μακελειού
ίσως γενναία χαθείς!
Του μαχητή τον θάνατο, που δεν ποθεί κανείς,
διάλεξε σαν μιαν ύστατη του βίου σου τιμή.
Ύστερα κοίτα γύρω σου, και βρες σ’ αυτήν την γη
τόπο ν’ αναπαυθείς.
George Gordon Byron [1788 –1824]
[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου