Στην κλίνη ξαπλωτός· και η όψη ελαφρά ανασηκωμένη,
χλομή, απωθητική, έχει στο τραχύ προσκέφαλο ακουμπήσει,
αφ’ ότου ο κόσμος και ό,τι είχε απ’ αυτόν γνωρίσει
ξεκόψαν από τις αισθήσεις του, για να κυλήσει
ξανά στο αμέτοχο έτος με ζωή τελειωμένη.
Όσοι τον είχαν δει να ζει έτσι, δεν γνωρίσαν
πόσο πολύ με τούτα ’δώ όλα εκείνος ήταν ένα·
γιατί όλ’ αυτά –κοιλάδες και λιβάδια εκτεταμένα,
μα και νερά– η αυθεντική όψη του ήσαν.
Ω ναι, η όψη του όλη ετούτη η έκταση ήτανε η πλατιά,
που τώρα ακόμα τον ζητά και τον περιδινίζει·
στη μάσκα του, που φοβισμένη πια πεθαίνει, ανθίζει
μια τρυφερότητα, και είναι ανοιγμένη ωσάν καρδιά
καρπού: κάποιου καρπού, καθώς στον άνεμο σαπίζει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου