Ακούστε!
Τάχα αν τ’ αστέρια ανάβουν
πάει να πει πως κάποιος τα ’χει ανάγκη;
Πάει να πει πως κάποιος θέλει οπωσδήποτε να υπάρχουν;
Πάει να πει πως κάποιος ονομάζει τούτα τα φτυσίματα μαργαριτάρια;
Κι ορμώντας
μέσα από τους ανεμοστρόβιλους της μεσημεριάτικης σκόνης
πέφτει απάνω στο Θεό,
φοβάται μήπως άργησε,
κλαίει,
του φιλά το ξεραμένο χέρι,
παρακαλεί
οπωσδήποτε ν’ ανάβει ένα αστέρι! –
ορκίζεται –
δεν αντέχει τούτη την άναστρη οδύνη!
Κι ύστερα
γυρίζει ταραγμένος
αν και ήσυχος στην όψη.
Απευθύνεται σε κάποιον:
«Τάχα για σένα είναι το ίδιο;
Δε φοβάσαι;
Ναι;!».
Ακούστε!
Τάχα αν τ’ αστέρια ανάβουν
πάει να πει πως κάποιος τα ’χει ανάγκη,
πάει να πει πως είναι ανάγκη
κάθε βράδυ
πάνω απ’ τις στέγες
ν’ ανάβει έστω κι ένα αστέρι;!
1914
Μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου