Θα φύγω ένα μεσημέρι απ’ τη δουλειά,
στον κόμβο του Βαρδάρη
– θα ξεχαστώ, φαντάζομαι –
θα στρίψω αριστερά.
Στο σπίτι, σε αναμονή
στόματα δυο κι ένα ταψί παστίτσιο.
Τ’ ακατάληπτα γκραφίτι
θα με καταπιούν, τα μπλε καθίσματα
θα με αποκοιμίσουν.
Το εισιτήριο θα γράφει
«συρμός 739 Θεσσαλονίκη - Έδεσσα».
Θα συμφωνήσω με τον μηχανοδηγό
στην Ξεχασμένη για τσιγάρο να κατέβω.
Δεν κάπνισα ποτέ. Είναι η μέρα
για όλα τα ποτέ να μου συμβούν.
Θα κλείσω το τηλέφωνο
σε ικεσίες, έγνοιες· μια προσωρινή φραγή.
Τ’ ερειπωμένα σπίτια, τ’ άδεια βενζινάδικα
σαν προσευχή υπέρ απόντων θ’ αριθμώ.
Στην Έδεσσα, όταν θα φτάσω,
θ’ ακολουθήσω τον πρόθυμο συνεπιβάτη,
- Πλασιέ Μακεδονίας τε και Θράκης -
για να ραντίσω ένα κρεβάτι δανεικό
μ’ υγρά κι ιδρώτα, δίχως τύψεις.
«Αναστασία», «Άνετον», κάτι κοινότοπο
σαν δειλινό στην επαρχία,
θ’ αναβοσβήνει μπρος στη Νομαρχία.
Στους δρόμους, ύστερα, θα περιφέρομαι ζεστή
πίσω από τούβλα, φωτισμένες μπαλκονόπορτες
δράματα θα φαντάζομαι.
Και θα γελώ, σύγκορμα θα τραντάζομαι,
για τόσα κλάματα, για έρωτες γελοίους.
Το επιστροφής θα γράφει «3744»,
το τελευταίο τρένο των εννιά,
η ύστατη φυγή για κάθε ριζωμένο ντόπιο.
Τα ρούχα θα βαραίνουνε απ’ τη βουβή ανία.
Το σώμα θα ’χει ζήσει δυο φορές κι ας μοιάζει
αιχμάλωτο στην περατότητα της σάρκας
στους ρόλους που ενδύθηκε κι έγιναν ζωή.
Μα θα ’χει βαπτισθεί στου κάμπου την αχλή
και θα ’χει ζήσει ελεύθερο μια ανείπωτη
ιδιωτική του ιστορία.
από το εικαστικό δρώμενο «Τα τραίνα να θυμάσαι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου