Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Η δασκαλομάννα (1894)


― Ἀκοῦστε ἐμὲ νὰ σᾶς πῶ! Νὰ μὴν ἀνοίγετε χαρτί!… Νὰ μὴν ἀκοῦτε τὸ δάσκαλο! Νὰ μὴ φοβᾶστε τς πατεράδες σας!… Νὰ δέρνετε τς μαννάδες σας!

Οὕτως ἠγόρευε πρὸς θορυβώδη ὅμιλον δεκαετῶν καὶ δωδεκαετῶν παιδίων, ἀναβὰς ἐπὶ τοῦ τελευταίου θρανίου τοῦ ἀπωτάτου ἀπὸ τῆς δασκαλοκαθέδρας, ὁ Γιαννιὸς ὁ Βρυκολακάκης, εἷς τῶν μεγαλυτέρων μαθητῶν. Ἐφοίτα ἀπὸ ἑπταετίας καὶ ἦτο ἤδη δεκαπενταετής, ἀλλὰ μόλις εἶχε μάθει νὰ διαβάζῃ συλλαβιστά. Ἐνθυμούμενος τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια, δὲν ἔπαυε νὰ οἰκτείρῃ τὴν παροῦσαν κατάστασιν τοῦ σχολείου, ὅπου ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν μικρά, ὅλο σμαρίδα, ὅλο ἀθερίνα. Πρῶτα ἦσαν ὅλο μεγάλοι. «Ποῦ νὰ ἤσαστε σεῖς τὸν καιρὸ ποὺ ἦτον ὁ ἄλλος ὁ δάσκαλος ποὺ πέθανε, ὁ Φλάσκος, Φλασκο-μπιμπῖνος, ὁ κιτρινιάρης!» Καὶ σείων τὴν κεφαλήν, διηγεῖτο πρὸς τοὺς μικροὺς μαθητάς, οἵτινες τὸν ἤκουον ἐκπέμποντες μεγάλα ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ, πῶς ὁ Τζώρτζης ὁ Σγούρας, δεκαοκτὼ χρόνων, ὑψηλός, μὲ ἀνωρθωμένα σγουρὰ μαλλιά, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ διευθετήσῃ τὸ κτένιον, ἔδειρε μίαν φορὰν τὸν ἄλλον διδάσκαλον, «τὸ Φλάσκο, Φλασκο-μπιμπῖνο, τὸν κιτρινιάρη», πολιορκήσας αὐτὸν ὄπισθεν τῆς δασκαλοκαθέδρας, καὶ κατενεγκὼν τρεῖς σφιγκτοὺς γρόνθους κατὰ τοῦ στέρνου του, διότι ὁ διδάσκαλος ἠπείλησε νὰ τὸν κλείσῃ εἰς τὸ κάτωθεν τῆς δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, ὅπου ἔβοσκον βλατοῦδες* καὶ ψαλίδες πολυποδαροῦσες καὶ ὄχι ὀλίγοι ποντικοί. Πῶς ὁ διδάσκαλος εἶχε συγκαλέσει τὴν ἐπιτροπὴν καὶ ἀπῄτει τὴν ἀποβολὴν τοῦ Τζώρτζη, ἀλλ᾽ ἡ ἐπιτροπὴ ἀντέτεινε, μὴ θέλουσα νὰ δυσαρεστήσῃ τοὺς οἰκείους τοῦ μεγαλοσώμου καὶ φριξότριχος μαθητοῦ. Πῶς παραδόξως, δηλ. λίαν εὐλόγως, ὁ Τζώρτζης εὑρέθη σύμφωνος μὲ τὸν διδάσκαλον εἰς τὸ κεφάλαιον τοῦτο, καθόσον, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαετίαν εἶχε φοιτήσει εἰς τὸ Σχολεῖον καὶ μόλις εἶχε μάθει νὰ συλλαβίζῃ (μόνον ὅτι συνέχεε κάποτε τὸ η μὲ τὸ π καὶ τὸ ζ μὲ τὸ ξ), ᾐσθάνετο νῦν ἀκατάσχετον πόθον νὰ διαρρήξῃ τ᾽ ἀφόρητα ἐκεῖνα δεσμὰ καὶ νὰ ἐμβαρκάρῃ μὲ τὸ καράβι τοῦ θείου του. Ἴσως μάλιστα δι᾽ αὐτὸ τὸ ἔκαμεν, ἔδειρε τὸν διδάσκαλον ἐπίτηδες διὰ νὰ τὸν ἀποβάλουν. Καὶ τότε ἡ ἐπιτροπὴ ἔπεισε τοὺς οἰκείους του νὰ τὸν ἀποσύρωσιν εὐσχήμως.

Τοιαῦτά τινα πορίσματα τῆς ἀλληλοδιδακτικῆς μεθόδου ὑπέβαλλε συχνὰ εἰς τὴν μελέτην τῶν συμμαθητῶν του ὁ Γιαννιὸς ὁ Βρυκολακάκης. Τὴν ἡμέραν δ᾽ ἐκείνην εἶχεν ἀναβῆ ἐπὶ τοῦ θρανίου καὶ ἀπήγγελλε διδαχὴν τὴν ὁποίαν ὁ διδάσκαλος, κύπτων ἐπὶ τῆς τραπέζης του, πνιγομένων τῶν λέξεων ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου, δὲν ἤκουεν, οὐδ᾽ ἔβλεπε κἂν τὸν ὑψηλὸν μαθητήν, ὅστις, πρὸς τὴν δασκαλοκαθέδραν βλέπων (ὁ διδάσκαλος ἐκάθητο ἐνώπιον τραπέζης κάτω τῆς δασκαλοκαθέδρας), ἐπροφυλάσσετο καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ πηδήσῃ κάτω τοῦ θρανίου, ἂν ὁ διδάσκαλος ἔστρεφε τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἐδῶ.

Ταῦτα συνέβαινον καθ᾽ ὃν χρόνον ὁ διδάσκαλος, μεγαλόσωμος μὲ ἡρακλείους ὤμους καὶ βραχίονας, ἐπικαλούμενος συνήθως ἡ «Δασκαλομάννα», πρὸ μικροῦ εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὸ σχολεῖον, καὶ σχετικὴ ἡσυχία ἐπεκράτει μεθ᾽ ὑποκώφου βοῆς, ὁμοία μὲ τὴν φουσκοθαλασσιάν. Ἀλλὰ πρὸ ἡμισείας ὥρας, ἐάν τις διήρχετο εἰς ἀπόστασιν διακοσίων βημάτων ἔξωθεν τοῦ σχολείου, θὰ ἐνόμιζεν ὅτι ἦτο θηριοτροφεῖον εἰδικὸν διὰ θῶας τῆς ἐρήμου καὶ δι᾽ ἄλλα ἀνήσυχα ἀγρίμια. Τὰ παιδία ἐχόρευαν, ἐπήδων, ἐσκίρτων, ἐφώναζαν, διεπληκτίζοντο, ἐγέλων, ἔκλαιον. Ἦτο θέρος καὶ καύσων πνιγηρός. Παμμιγὴς βοὴ ἀνήρχετο διὰ τῶν ὀκτὼ ἀνοικτῶν μεγάλων παραθύρων, ἐχόντων ὅλα σχεδὸν τὰ ὑαλία σπασμένα καὶ τὰ πλεῖστα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, τοὺς στροφεῖς ἐσκωριασμένους. Τὰ θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, ἐφαίνοντο ὡς σχεδίαι πλέουσαι ἐντὸς τοῦ κύματος τῶν παιδικῶν κεφαλῶν. Ἡ διδασκαλικὴ ἕδρα ὑψηλή, μὲ τὰ φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ὡμοίαζε μὲ βάρκαν ξουριασμένην* μακρὰν τοῦ λιμένος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου. Ὁ πρωτόσχολος γυμνόπους, ἐλαφρὰ καὶ μετὰ προφυλάξεως πατῶν, διὰ νὰ μὴ βυθισθῇ καὶ ἐμπέσῃ παρ᾽ ἀξίαν εἰς τὸ πειθαρχεῖον, πότε γελῶν καὶ πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει νὰ ἐπιβάλῃ σιωπήν. Ἀλλὰ τὴν συρίκτραν, τὸ ἕτερον σύμβολον τοῦ ἀξιώματός του, τὴν εἶχε κλέψει ὁ Γιαννιὸς ὁ Βρυκολακάκης, καὶ δι᾽ αὐτῆς ἐξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς, παρῳδῶν τὸν ἀπόντα διδάσκαλον. Ἔμεινε μόνον εἰς τὸν πρωτόσχολον ἡ βέργα, τὸ κυριώτερον ὅπλον του, ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν ἐξουδετέρωσεν ὁ Γιωργὸς ὁ Χατζηδημήτρης, ὁ Στρατὴς ὁ Καραθύμιος καὶ ἄλλοι τολμηροὶ παῖδες, ἀνοίξαντες κρυφίως τὴν θύραν τοῦ σωφρονιστηρίου, ὅπου ἤξευραν ὅτι εἶχε ταμιευμένην ὁ διδάσκαλος τὴν δέσμην του, καὶ ἁρπάσαντες πολλὲς βέργες, τὰς ὁποίας ἐμοίρασαν εἰς τοὺς συμμαθητάς των, κρατήσαντες τὰς λιγυρωτέρας καὶ τσουχτερωτέρας δι᾽ ἑαυτούς· τότε ἤρχισε μάχη, καὶ ἄλλοι μαθηταὶ ἀπέσπασαν τοὺς δείκτας* ἀπὸ τοῦ τοίχου, ἄλλοι κατεβίβασαν τοὺς τηλεγράφους ἀπὸ τῆς καθέτου σανίδος τῶν θρανίων, καὶ κυνηγούμενοι ἔτυπτον ἀλλήλους.

Τέλος εἰσῆλθεν ὁ διδάσκαλος, μὲ τὸ τσιγάρον εἰς τὸ στόμα, καὶ ὁ πρωτόσχολος ἔκραξεν, εἰς προσοχήν! Ὁ διδάσκαλος ἦτο μεγαλόσωμος, ὑψίκορμος, εὔσαρκος, ἀλλὰ ταχὺς κ᾽ εὐκίνητος. Ἤρχετο ἀπὸ τὴν ἀρραβωνιαστικήν του, ὅπου τρὶς ἢ τετράκις τῆς ἡμέρας, παραιτῶν τὸ Σχολεῖον εἰς τὴν τύχην του, ἀπήρχετο εἰς ἐπίσκεψιν. Ἄλλοτε τὸ Σχολεῖον εἶχε καὶ βοηθόν, ἀλλὰ τελευταῖον τὸ δημοτικὸν συμβούλιον δὲν ἐψήφισεν ἢ ὁ νομάρχης δὲν ἐνέκρινε τὸ κονδύλιον χάριν οἰκονομίας.

Ὁ διδάσκαλος καπνίζων τὸ τσιγάρον του, ἐσήμανε τὸν κώδωνα, κ᾽ ἐζήτησε νὰ ἐξετάσῃ μίαν τῶν ἀνωτέρων κλάσεων. Προσῆλθον ἓξ ἢ ἑπτὰ παιδία, καὶ τὰ ἠρώτησε:

― Τὴν ἐμάθετε τὴν Ἱερὰ Ἱστορία;

Τὰ παιδία, ἀντὶ ν᾽ ἀπαντήσωσιν, ἔκυψαν εἰς τὸ βιβλίον των, καὶ προσεπάθουν νὰ κλέψωσι τίποτε ἐκ τοῦ προχείρου. Μόνον τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐνόησαν ὅτι δὲν εἶχαν μελετήσει τίποτε ἐκ τῆς Ἀριστουρίας, καθὼς τὴν ὠνόμαζαν.

Τὸ πρῶτον παιδίον, τὸ ὁποῖον ἠθέλησε νὰ ἐξετάσῃ ὁ διδάσκαλος, ἐκράτει Γεωγραφίαν ἀντὶ Ἱερᾶς Ἱστορίας.

― Ποῦ εἶναι ἡ Ἱερὰ Ἱστορία σου;

― Δάσκαλε, ἐψέλλισε τὸ παιδίον, κάμνον τὸ σχῆμα, μὲ τὸν δάκτυλον εἰς τὸ ὠτίον, τὴν ἔχασα τὴν Ἀρ-ἱστορία μου.

― Ἀμελῆ! κακοήθη! ἄτακτε! ὡρμάθιασεν ὁ διδάσκαλος, κ᾽ ἐκοκκίνισε δι᾽ ἐλαφροῦ ραπίσματος τὴν παρειὰν τοῦ μαθητοῦ. Ἄλλοτε ἐκτύπα πολὺ γερώτερα, ἔσπαζε μάλιστα βέργες εἰς τὴν ράχιν τῶν παιδίων. Ἀλλ᾽ ἀφότου ἠρραβωνίσθη, δὲν τοῦ ἤρεσκε πλέον νὰ κτυπᾷ.

Μετέβη εἰς τὸν δεύτερον:

― «Τίς ἔκτισε τὸν κόσμον;»

Τὸ παιδίον ἀπήντησεν:

― «Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν κόσμον εἰς ἓξ ἡμέρας, μὲ μόνον τὸν λόγον αὐτοῦ».

― Πολὺ ὡραῖα! εἶπεν ὁ διδάσκαλος· καὶ ἀποταθεὶς πρὸς τὸν τρίτον:

― «Τίς ἦτον ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;»

― «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦτον ὁ Ἀδάμ», ἀπήντησε τὸ παιδίον.

― Καλά, εἶπεν ὁ διδάσκαλος. Καὶ εἶτα ἠρώτησε τὸν τέταρτον:

― «Τίς καὶ πόθεν τὸν ἔκτισεν;»

Ὁ τέταρτος ἀπεκρίθη:

― «Διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ κατεστάθησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ καὶ θνητοί».

― Πολὺ καλά, μπράβο! εἶπεν ὁ διδάσκαλος, ὅστις τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀκριβῶς εἶχε τὸν νοῦν του εἰς τὴν ἀρραβωνιαστικήν του.

Εἶτα ἐπανέλαβε:

― Τώρα ἂς μεταβῶμεν εἰς τὴν Γεωγραφίαν.

Οἱ ἑπτὰ μαθηταὶ ἔρριψαν εἰς τὸ βάθος τοῦ φύλακός* των, ὃν εἶχον ἀνηρτημένον ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην, τὰς Ἱερὰς Ἱστορίας των κ᾽ ἐξήγαγον τὰς Γεωγραφίας. Ἤνοιξαν τὰ βιβλιάρια καὶ ἤρχισαν νὰ ψιθυρίζωσιν ἀναγινώσκοντες μὲ τὰ χείλη, ὥστε ἀπετελεῖτο μὲν μία βοή, ἀλλ᾽ οὐδεμία λέξις διεκρίνετο. Ὁ μεγαλύτερος τὴν ἡλικίαν, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς κλάσεως, μεταβὰς πρὸς τὸν τοῖχον, ἐξεκρέμασε τὸν χάρτην, καὶ κομίσας τὸν ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς μικρᾶς τραπέζης, πρὸ τῆς ὁποίας ἠρέσκετο νὰ κάθηται ὁ διδάσκαλος, δυσκόλως ἀποφασίζων νὰ πατήσῃ μὲ τὰ μακρὰ καὶ πλατύτατα ὑποδήματά του ἐπὶ τῶν σεσαθρωμένων σανίδων τῆς ὑψηλῆς δασκαλοκαθέδρας.

Ὁ διδάσκαλος ἤναψε δεύτερον τσιγάρον, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ εἰς τὴν Γεωγραφίαν.

― «Ἐκ πόσων νήσων ἀποτελεῖται ἡ Ἑπτάνησος;»

Ὁ πρῶτος τῶν μαθητῶν ἀπήντησεν:

― «Ἡ Ἑπτάνησος ἢ Ἰόνιος Πολιτεία ἀποτελεῖται ἐξ ἑπτὰ νήσων».

― Πολὺ καλά, εἶπεν ὁ διδάσκαλος.

Εἶτα στραφεὶς πρὸς τὸν δεύτερον μαθητήν:

― «Εἰς ποίαν ἐξουσίαν ὑπόκειται ἡ Ἑπτάνησος;»

Ὁ δεύτερος ἀπεκρίθη ἀπνευστί:

― «Ἡ Ἑπτάνησος ὑπόκειται πολιτικῶς εἰς τὴν προστασίαν τῆς Μεγάλης Βρεττανίας, καὶ διοικεῖται δι᾽ ἁρμοστοῦ ἑδρεύοντος ἐν Κερκύρᾳ, ὅπου ἑδρεύει καὶ ἡ Ἰόνιος Βουλή, ὑφίσταται δὲ καὶ ἀξία λόγου Ἀκαδημία».

― Εὖγε, πολὺ ὡραῖα! ἐπεδοκίμασεν ὁ διδάσκαλος.

Ἀποταθεὶς δὲ πρὸς τὸν τρίτον μαθητήν, ἀπήγγειλεν:

― «Εἰπέ μοι τὰ ὀνόματα τῶν ἑπτὰ νήσων, ἐξ ὧν ἡ Ἑπτάνησος ἀποτελεῖται».

Ὁ τρίτος μαθητὴς ἀπήντησεν ἀπνευστὶ καὶ ὁμαλῇ τῇ φωνῇ, χωρὶς νὰ ὑπεμφαίνῃ στίξιν ἢ παρένθεσιν:

― «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Ἁγία Μαύρα, Παξοί, Ἰθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, καὶ Κύθηρα, Τσερίγον».

― Πολὺ καλά, ἐπένευσε καὶ πάλιν ὁ διδάσκαλος. Αὔριον νὰ μελετήσετε ἀπὸ δῶ ὣς ἐκεῖ. (Κ᾽ ἐχάραξε μὲ τὸν ὄνυχά του ἐπὶ τοῦ βιβλίου). Ἱερὰν Ἱστορίαν νὰ κάμετε ἐπανάληψι τὸ ἴδιο, καὶ τρεῖς ἀράδες παρακάτω, προσέθηκεν ἰδὼν ὅτι ἐλησμόνησε ν᾽ ἀλλάξῃ τὸ μάθημα εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν. Πηγαίνετε τώρα!

Ἓν τῶν παιδίων εἶχεν ὑψώσει τὸν δάκτυλον, εἰς σημεῖον ὅτι κάτι ἤθελε νὰ εἴπῃ.

― Τί θέλεις ἐσύ; ἠρώτησεν ἀνυπομόνως ὁ διδάσκαλος.

― Δάσκαλε, εἶπε, φέρον τὴν χεῖρα εἰς τὸ οὖς τὸ παιδίον, γιατί ἐνῷ τὸ χαρτί μας μέσα λέει ὅτι ἡ Ἑπτάνησος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ νήσους, ὕστερα βγαίνουν δέκα στὸ μέτρημα;

― Τὰς ἐμέτρησες ἐσύ;

― Τὲς ἐμέτρησα, νά!

Καὶ ἤρχισε νὰ μετρῇ ἐπὶ τῶν δακτύλων του, «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Ἁγία Μαύρα» κτλ.

Οἱ ἄλλοι συμμαθηταί του ἐγέλων ἐν χορῷ διὰ τὴν πολυπραγμοσύνην του. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι οὐδέποτε εἶχον ὑποπτευθῆ ὅτι εἶχον οἱανδήποτε ἔννοιαν αἱ λέξεις, ὅσαι ἦσαν τυπωμέναι ἐντὸς τῶν βιβλίων των. Ὡς διὰ νὰ «μὴν τοὺς χαλάσῃ τὴν καρδιά», ἐπειδὴ ἐγέλων, ὁ διδάσκαλος ἔσπευσε ν᾽ ἀπαντήσῃ:

― Αὐτὰ θὰ τὰ μάθετε ὅταν…

Ἴσως ἤθελε νὰ εἴπῃ «ὅταν θὰ πᾶτε στὸ ἑλληνικὸ Σχολεῖο». Ἀλλὰ διεκόπη. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπέσυρε τὴν προσοχήν του ὁ θόρυβος, ὃν εἶχε προκαλέσει ὁ Γιαννιὸς ὁ Βρυκολακάκης εἰς τὸ τελευταῖον θρανίον. Ὁ διδάσκαλος ἠγέρθη, ἐσφύριξε δυνατὰ μὲ τὴν σφυρίκτραν του, ἐκτύπησε μὲ τὴν βέργαν ἐπὶ τοῦ πρώτου χωλοῦ θρανίου, ἔρριψε τὸ τσιγάρον του. Ἐκοίταξε τὸ ὡρολόγιόν του, εἶδεν ὅτι ἦτο ἑνδεκάτη παρὰ τέταρτον, καὶ διέταξε τὸν πρωτόσχολον νὰ σημάνῃ τὴν κατ᾽ ἐνορίας κατάταξιν, ὅπως ψαλῇ τὸ σύνηθες ᾆσμα τῆς ἐξόδου καὶ παύσῃ τὸ πρωινὸν μάθημα.

*
* *

Ὅ,τι καθίστα τὸν διδάσκαλον δυστυχῆ, ἦτο ὁ περιορισμὸς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἐπιβάλει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀφότου ἠρραβωνίσθη, νὰ φορῇ κατὰ τὸ θέρος τὸ σακκάκι του. Ἐστενοχωρεῖτο ἀπιστεύτως καὶ ὑπέφερε φοβερὰ ἀπὸ τὸν καύσωνα. Κατὰ τὰ προλαβόντα θέρη, ὄχι μόνον οἴκοι, ἔνθα ἐκάπνιζε τὸ μακρόν του τσιμπούκι, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ὁδόν, ὅπου ἐνεφανίζετο μὲ τὸ τσιγάρον εἰς τὸ στόμα, καὶ εἰς τὸ καφενεῖον, ὅπου ἐκάπνιζε δύο ἢ τρεῖς ναργιλέδες τὴν ἡμέραν, παντοῦ ἐπαρουσιάζετο μὲ τὰ μανίκια τοῦ ὑποκαμίσου λευκά, μὲ μακρὸν γελέκο μισοκουμβωμένον, ἀναδεικνύον ἀνέτως τὸν πελώριον καὶ ἐμπροσθοκλινῆ κορμόν του. Ἐκάπνιζεν ἕνα ναργιλὲ τὸ πρωί, εἶτα μόλις ἄφηνεν ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸ μαρκούτσι, καὶ πάραυτα ἤναπτε τὸ τσιγάρον, κοιτάζων ἅμα τὸ ὡρολόγιόν του καὶ ἐγειρόμενος ἵνα ἀπέλθῃ. Εἶτα ἔλεγεν: «Ἂς πιῶ κ᾽ ἕνα ρώμι». Ἔπινε καὶ δύο ρώμια καὶ εἶτα μετέβαινεν εἰς τὸ σχολεῖον, ὅπου ἔμενε πάντοτε «μὲ τὰ μανίκια». Εἰς τὰς ἐξετάσεις περὶ τὰ τέλη Ἰουλίου ἢ περὶ τὰς ἀρχὰς Αὐγούστου, ἐπαρουσιάζετο ἐνώπιον τῆς ἀξιοτίμου ἐπιτροπῆς «μὲ τὰ μανίκια». Κατὰ τὰς περυσινὰς ἐξετάσεις, ὁ δήμαρχος μόλις τὸν εἶχε πείσει, μετὰ πολλὰς νουθεσίας καὶ ἐπιπλήξεις, νὰ φορέσῃ τὸ σακκάκι του· τὸ ἐφόρεσεν ἀλλ᾽ ἀφοῦ πρῶτον ἀπέβαλε τὸ γελέκον.

Ἐφέτος οἱ μαθηταί, μετὰ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ διδασκάλου, εὗρον μὲν πλείονα ἄνεσιν καὶ ἀκολασίαν ἐν τῷ σχολείῳ, ἀλλ᾽ ὑπέφεραν στερηθέντες ἄλλων προσφιλῶν ψυχαγωγιῶν. Καθ᾽ ὅλον τὸ ἔαρ, ὁ διδάσκαλος τυρβάζων περὶ τὴν ἀρραβωνιαστικήν του, δὲν τοὺς ὡδήγησεν οὔτε δὶς νὰ παίξωσιν εἰς τὰ Λιβάδια, οὔτε τρὶς καθ᾽ ὅλον τὸ θέρος νὰ κολυμβήσωσιν εἰς τὴν Ἀμμουδιάν. Μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἦτο ἄλλοτε ἀνὰ τὰ ἡμικύκλια, ὅτε διεδίδετο ἀπὸ κλάσεως εἰς κλάσιν ὡς σύνθημα ἡ μαγικὴ λέξις «Θὰ μᾶς πάῃ ὁ δάσκαλος νὰ παίξουμε! Θὰ μᾶς πάῃ ὁ δάσκαλος νὰ κολυμβήσουμε!» Ὁ γλυκὺς οὗτος ψίθυρος ἀντικαθίστα πᾶσαν ἀνάγνωσιν καὶ πάντα ἐπίπονον συλλαβισμόν.

Ἐξήρχοντο ἀνὰ δύο κρατούμενοι, μετὰ φαιδροῦ συνεχοῦς βόμβου, καὶ μετέβαινον εἰς τὴν χλοερὰν πεδιάδα παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης. Ἐκεῖ, διανεμόμενοι εἰς δεκαπέντε ἢ εἴκοσιν ὁμάδας, ἔπαιζον, ἐπὶ μίαν ὥραν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, τὸ σκλαβάκι καὶ ἄλλας παιδιάς. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ διδάσκαλος, μὲ τὰς χεῖρας ὀπίσω, μὲ τὴν βέργαν κρεμαμένην ὄπισθεν τοῦ σκέλους, μὲ τὴν σφυρίκτραν ἀνηρτημένην ἐπὶ τοῦ στέρνου, περιήρχετο ἀπὸ κήπου εἰς κῆπον, ἀπὸ σικυῶνος εἰς ἄμπελον, καλησπερίζων τοὺς ἀσχολουμένους εἰς τὸ πότισμα τῶν φυτῶν ἰδιοκτήτας, λαμβάνων πληροφορίας καὶ δίδων συμβουλάς. Εἶτα ἐπανήρχετο εἰς τὸ κοπάδι του, ἐσφύριζεν ὀξὺ σφύριγμα καὶ ἐν τῷ ἅμα ἔπαυον αἱ παιδιαί, καὶ οἱ μαθηταὶ ἀπεπέμποντο κατὰ συνοικίας. Τοῦτο συνέβαινε μέχρι τοῦ Μαΐου μηνός. Κατὰ δὲ Ἰούνιον μετέβαινον εἰς τὸ κολύμβημα. Οἱ μικροὶ παῖδες ἐγυμνοῦντο καὶ ἐπέβαινον εἰς τὸ κῦμα. Ἡ Ἀμμουδιὰ ἦτο ἀβαθὴς εἰς ἀπόστασιν εἴκοσι μέτρων ἀπὸ τῆς παραλίας. Οἱ μικροὶ μαθηταὶ ἐπροχώρουν ἑκατὸν πενῆντα καὶ πλέον βήματα πρὶν φθάσωσιν εἰς τὴν μέσην. Ἅμα ἔφθανον ἕως ἐκεῖ, ἐστρέφοντο πρὸς τὴν γῆν, καὶ ἐπιστομιζόμενοι εἰς τὸ κῦμα, ἐμάνθανον πρακτικῶς νὰ κολυμβῶσιν, θίγοντες μὲ τὸν ἀριστερὸν πόδα τὴν ἄμμον, πρὸς τὴν παραλίαν βαίνοντες. Ὁ διδάσκαλος ἐξηπλοῦτο ἐπί τινος ὄχθου παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκουμβῶν τὴν ράχιν ἐπὶ βράχου, μὲ τὰ λευκά του πλατέα μανίκια, κ᾽ ἐκάπνιζε τὸ βραχὺ τσιμπουκάκι του, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν τσέπην διὰ τὰς ἐξοχικὰς ἐκδρομάς. Ἐφορολόγει εἰς βερύκοκκα, ἀπίδια καὶ πρώιμα μοσχᾶτα σταφύλια τὰς φιλοτίμους οἰκοκυράς, τὰς ἐπιστρεφούσας μὲ τὰ κομψὰ καὶ εὔπλεκτα καλαθάκια των ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἢ τῆς ἀμπέλου. Εἶτα ἐσφύριζε, καὶ οἱ μικροὶ κολυμβηταί, οἵτινες ἔκαμναν θαυμασίας προόδους, ἀπέβαινον ἀναγκαστικῶς εἰς τὴν ξηράν, δυσφοροῦντες ἐπὶ τῇ ἀποτόμῳ διακοπῇ τοῦ τόσον μαλακοῦ καὶ ξυπνητοῦ ὀνείρου των.

*
* *

Φεῦ! μετὰ ἓν ἔτος ἀκόμη, ὁ διδάσκαλος ἦτο πάλιν μὲ τὰ μανίκια τοῦ ὑποκαμίσου, ἀλλὰ μανίκια παρέχοντα τὴν ἐντύπωσιν καμιζόλας* ἢ γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαῦρα ἦσαν. Ὁ διδάσκαλος εἶχεν ἀπογοητευθῆ διπλῆν ἀπογοήτευσιν, τὴν ἐκ τοῦ θαλάμου καὶ τὴν ἐκ τοῦ θανάτου. Εἰσήρχετο κατηφὴς ἀλλὰ καὶ μετ᾽ ἐγκαρτερήσεως εἰς τὸ σχολεῖον, ἀφοῦ ἐσήμαινεν ἐπὶ μακρὸν μὲ βραχνὴν φωνὴν ὁ σπασμένος κώδων ὁ ἀνηρτημένος ἐπὶ δύο ὀρθίων ξύλων ἔξω τῆς θύρας, τὸν ὁποῖον φαγωμένον ἤδη ὄντα ἀπὸ τὴν σκωρίαν, ὅταν ἀφῃρέθη ἀπὸ παλαιὸν ἐρημοκκλήσιον, οἱ μαθηταὶ εἶχαν σπάσει διὰ τῆς ὑπερβολικῆς καὶ παρακαίρου χρήσεως, ἢ διὰ χαλίκων ριπτομένων ἐξωδίκως ― ἐν ὥρᾳ σχολῆς τῶν μαθημάτων. Ἤρχιζε τὴν καθημερινὴν ἀσχολίαν του σοβαρὸς καὶ αὐστηρός. Ἐπρόσεχε συντόνως ὅταν ἐξήταζε, καὶ εἶτα ἀνέπτυσσεν ἀντὶ νὰ σημειώνῃ ἁπλῶς τὸ παρακάτω. Ἐζήτει εἰς τὸ ἔργον του βάλσαμον κατὰ τῆς διπλῆς πληγῆς, τῆς ἐκ τοῦ στεφανώματος καὶ ἐκ τῆς χηρείας. Εἶχεν ὑποβάλει συντόνους ἀναφορὰς εἰς τὸν δήμαρχον ὅστις, πείσας καὶ τὸ συμβούλιον νὰ ψηφίσῃ τὰ ἔξοδα, ἀπεφάσισε τέλος νὰ διατάξῃ τὴν ἐπισκευὴν τῆς διαρρεούσης στέγης, τῶν φαγωμένων παραθυροφύλλων, τῆς σαπρᾶς δασκαλοκαθέδρας καὶ τοῦ πατώματος. Ὀλίγα τινὰ χωλὰ θρανία τὰ ἐκάρφωσε μὲ τὰς χεῖράς του ὁ διδάσκαλος, ἄλλα πέντε ἢ ἓξ ἀντικατέστησαν οἱ ξυλουργοί. Εἶχε διατάξει νὰ καθαρίσωσι τὸ ὑπὸ τὴν δασκαλοκαθέδραν σωφρονιστήριον, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκαν ἐν πάσῃ ἀνέσει πολυάριθμοι ψαλίδες, βλατοῦδες καὶ ποντικοί. Εἶχε κάμει νέαν καὶ πλουσίαν προμήθειαν ἀπὸ δεσμίδας βεργῶν, καὶ εἶχεν ἀρχίσει «νὰ τὲς βρέχῃ» πάλιν γερά, καθὼς ἄλλοτε. Εἶχεν ἀπαιτήσει ἀπὸ τὴν Ἐφορευτικὴν Ἐπιτροπὴν τὴν ἀποβολὴν ὡς «ἀνεπιδέκτου μαθήσεως» τοῦ Γιαννιοῦ τοῦ Βρυκολακάκη, τοῦ Στρατῆ τοῦ Χατζηδημήτρη καὶ δύο ἢ τριῶν ἄλλων, ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο εὗρε τὴν ἐπιτροπὴν ἀντιπράττουσαν.

«Τὸ σκολειὸ (κατὰ τὴν θεωρίαν τὴν ὁποίαν ἀνέπτυσσε μὲν ἓν τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς, ἠσπάζοντο δὲ οἱ πλεῖστοι τῶν γονέων), τὸ σκολειό, ἂς ὑποθέσουμε, δὲν ἔγινε γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα, δηλαδή. Ἔγινε γιὰ νὰ μαζώνουνται οἱ κλῆρες*, τὰ παλιόπαιδα, τὰ διαβολόπουλα. Πῶς μπορεῖ, τὸ λοιπόν, ἕνας γονιὸς νὰ τὰ ἔχῃ μπελὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ; Καὶ ποῦ συφτάνεται* ἕνας φτωχὸς νὰ τὰ θρέψῃ; Μπορεῖ νὰ τὰ χορταίνῃ κομμάτια; Μήπως χορταίνουν, οἱ διαόλοι, ποτέ; Καὶ εἶναι ἱκανὴ μία χήρα γυναίκα νὰ τρέχῃ ἀπὸ γιαλὸ σὲ γιαλό, ἀπὸ βράχο σὲ βράχο, γιὰ νὰ τὰ συμμαζώνῃ; Γιατί πληρώνεται ὁ δάσκαλος; Γιὰ νὰ ἔχῃ τὸ βάρος αὐτό, νὰ εἶναι οἱ γονιοὶ ἥσυχοι. Ὅταν εἶναι συμμαζωμένα ἐκεῖ-δά, μὲς στὸ σκολειό, γλυτώνει ὁ γονιὸς καὶ καμπόσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ἂς τρῶνε τὰ θρανία, ποὺ εἶναι ξύλινα, ἂς τρῶνε τοὺς πίνακας καὶ τὰ χαρτιά τους, τοὺς τοίχους καὶ τὸ πάτωμα, γιὰ νὰ εἶναι οἱ νυκοκυραῖοι ἡσυχώτεροι γιὰ τὲς ἀχλαδιές των, τὲς βερυκοκκιές των, τὲς συκιὲς καὶ τ᾽ ἀμπέλια των. Ἡ καθεμιὰ πανδρεμένη, τὸ λοιπόν, πρέπει νὰ ἔχῃ μέρος γιὰ νὰ ξεφορτώνεται τὴν κλήρα της, ποὺ οἱ πλιότεροι ἄνδρες λείπουν χρόνο-χρονικῆς*, ἡ καθεμιὰ χήρα πρέπει νὰ ἔχῃ μέρος γιὰ νὰ ρίχνῃ τὸ στρίγλικό της, τ᾽ ἀρφανό της. Ἡ καθεμιὰ ἀρχόντισσα νὰ ἔχῃ μέρος γιὰ νὰ βάζῃ τὸν πάποωω της, τὸ χῆνο της, κ᾽ ἡ καθεμιὰ φτωχή, τὸ θάρρος της καὶ τὴν ἀπαντοχή της. Αὐτά, δάσκαλε». Ὁ διδάσκαλος δὲν εἶχεν ὄρεξιν ν᾽ ἀντείπῃ εἰς ταῦτα, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ἀφωσιώθη εἰς τὸ ἔργον, ὡς νὰ ἐζήτει παρηγορίαν διὰ τὸ πένθος του. Τὴν τετάρτην ἡμέραν μετὰ τὴν κηδείαν τῆς ἀτυχοῦς, ὅτε αὕτη ἀρρωστήσασα αἰφνιδίως ἀπέθανε τεσσαράκοντα ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον, εἰσῆλθε, πρώτην φορὰν ἀπὸ τοῦ δυστυχήματος, εἰς τὸ σχολεῖον, στυγνὸς καὶ σιωπηλός. Μετὰ τὴν συνήθη δέησιν, ὁ πρωτόσχολος διέταξεν ἐκ νέου εἰς προσοχήν! Τὰ παιδία παρετάχθησαν μὲ τὰ νῶτα πρὸς τὸν τοῖχον, κατὰ μῆκος τῶν τεσσάρων τοίχων τοῦ σχολείου. Ὁ διδάσκαλος, μὲ τὰς χεῖρας ὀπίσω, κρατῶν τὴν βέργαν του, ἤρχισε τὴν ἐπιθεώρησιν. Τὰ παιδία, ἄνιπτα τὰ πλεῖστα, ὅπως ἦσαν συνηθισμένα, ἔπτυον εἰς τὰς παλάμας των, ὕγραινον κ᾽ ἔτριβον τὰς χεῖρας μὲ τὸν σίελον, διὰ νὰ φανῶσι νιμμένα. Ἀλλ᾽ ὁ χηρευμένος διδάσκαλος ἔκυπτεν, ἔβλεπε καλῶς, καὶ ὅπου ἀνεκάλυπτε τὴν πρόχειρον διὰ σιέλου νίψιν, ἐπέσκηπτεν ὀργίλως μὲ τὴν βέργαν του κ᾽ ἔσπαζε τὰς σιελωμένας χεῖρας. Κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιθεωρήσεως ἀπηύθυνε σύντομον νουθεσίαν, προλέγων, ὅτι, ὅποιον ἀνακαλύψῃ εἰς τὸ ἑξῆς ἄνιπτον, θὰ τὸν ἀφήσῃ νηστικὸν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας εἰς τὸ σωφρονιστήριον, νὰ τὸν φάγουν οἱ βλατοῦδες. Ἐφυλάττετο καλῶς μὴ ἐκφέρῃ ὡς ἀπειλὴν τὴν ἀποβολήν, ὅπως θὰ ἔπραττε ξένος μὴ γνωρίζων τὰ ἤθη τοῦ τόπου, διότι ἐγνώριζε κάλλιστα ὅτι οἱ μικροὶ διάβολοι ἐγέλων μὲ τὴν ἀπειλὴν ταύτην, ἣν ἐνόμιζον ὡς εὐτυχίαν καὶ ἐλευθερίαν. Ἐπίσης τοὺς εἶπεν ὅτι «ὅσοι ἔχουν παπούτσια, νὰ τὰ φοροῦν εἰς τὸ ἑξῆς, ὅταν θὰ πηγαίνουν εἰς τὸ σχολεῖον».

*
* *

Τοιαῦτά τινα παιδαγωγικά, καὶ ὄχι καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀψυχολόγητα, ἐδίδασκεν ὁ πτωχὸς διδάσκαλος εἰς τοὺς μικροὺς μαθητάς του. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸ πρωινὸν μάθημα παρετάθη ἕως τὴν δωδεκάτην ἀκριβῶς. Οἱ παῖδες ᾐσθάνθησαν τὸν ζυγόν, καὶ ἀπὸ τῆς δεκάτης ὥρας ἐπείνων ἤδη φοβερά, ὅσοι δὲν εἶχαν προβλέψει τὸ πρωὶ νὰ κλέψωσι τεμάχιον ἄρτου ἀπὸ τῆς πατρικῆς οἰκίας. Τὸ πρᾶγμα ἦτο ἐπικίνδυνον ἄλλως, διότι ὁ διδάσκαλος ἦτο ἱκανός, ὅπως καὶ ἄλλοτε, πρὶν συνάψῃ τὸν τόσον ἀτυχῆ ἀρραβῶνα, ἔπραττε, νὰ ψάξῃ εἰς τὲς τσέπες τῶν μαθητῶν, καὶ νὰ ρίψῃ τὰ τεμάχια τοῦ ἄρτου εἰς τὰς ὄρνιθας, τὰς βοσκούσας κατ᾽ ἀγέλας εἰς τὸ προαύλιον.

Τέλος ἐσήμανε μεσημβρία. Ὁ πρωτόσχολος ἐσύριξε, καὶ οἱ μαθηταὶ ἀνὰ δύο ἐκ τῶν χειρῶν κρατούμενοι ἤρχισαν νὰ ψάλλωσι τό:

Παύει πλέον ἡ μελέτη κι ὁ καιρὸς τῆς προσευχῆς…

(1894)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 3
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1984
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1894
  • Σελίδες
  • Αναδημοσίευση από: https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/354-daskalomanna-1894

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου