Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Fernando Pessoa- Βιβλίο της ανησυχίας (απόσπασμα)


Όταν έσπασε η ζέστη, κι ακούστηκαν οι σταγόνες

της πρώτης ελαφριάς βροχής, ήρθε στον αέρα μια

ηρεμία που ο καυτός αέρας δεν την είχε, μια καινούρια

ειρήνη που το νερό δρόσισε με τη δική του αύρα.

Τόσο φωτεινή ήταν η χαρά αυτής της μαλακιάς βροχής,

χωρίς σκοτεινιές και χωρίς καταιγίδες, ώστε ακόμα

και αυτοί, σχεδόν όλοι δηλαδή, που δεν είχαν

αδιάβροχα κι ομπρέλες, μπλέκανε γέλια στις κουβέντες

τους, στο βιαστικό τους πέρασμα από το δρόμο που

λαμποκοπούσε.

Σ΄ ένα διάλειμμα οκνηρίας, πλησίασα το ανοιχτό

παράθυρο του γραφείου – το είχε ανοίξει η ζέστη

μα η βροχή δεν το είχε κλείσει ακόμη – και κοίταξα

μ΄ εκείνη την όλο ένταση μα και ταυτοχρόνως αδιάφορη

προσοχή που με χαρακτηρίζει, αυτό που είχα μόλις

περιγράψει με ακρίβεια προτού το δω. Ναι, η καθημερι-

νότητα των ζευγαριών προχωρούσε χαρούμενη, με 

κουβέντες χαμογελαστές κάτω απ΄ την ψιλή βροχή, 

περπατώντας με βήμα γοργό μα όχι βιαστικό, μέσα στη

διάφανη καθαρότητα της μέρας που άρχιζε να φορά το

συννεφένιο πέπλο της.

Αλλά, ξαφνικά, με την έκπληξη που επιφυλάσσει

κάθε στροφή του δρόμου, βρέθηκε μπροστά στα μάτια 

μου ένας γέρος με μια όψη ανέχειας, φτωχός μα όχι

ταπεινός, που προχωρούσε ανυπόμονα μέσα στη βροχή

που είχε πια κοπάσει. Τώρα πια δεν τον κοίταζα με

την αφηρημένη προσοχή που αποδίδω στα πράγματα,

αλλά με την περιγραφική και ορίζουσα προσοχή που

αποδίδω στα σύμβολα. Συμβόλιζε τον κανένα, γι΄ αυτό

και βιαζόταν. Συμβόλιζε αυτούς που δεν υπήρξαν τίποτα,

γι΄ αυτό και υπέφερε. Αποτελούσε τμήμα, όχι του 

πλήθους που χαμογελούσε στην άβολη χαρά της βροχής,

μα της βροχής της ίδιας – ένας μη συνειδητός,

τόσο πολύ, που αισθανόταν την πραγματικότητα.

Ωστόσο, δεν ήθελα να πω αυτό. Ανάμεσα στην πα-

ρατήρηση αυτού του διαβάτη – που γρήγορα έχασα

από τα μάτια μου, μόλις σταμάτησα να τον παρακο-

λουθώ – κι αυτά τα σχόλια, γλίστρησε κάποιο μυστήριο

της απροσεξίας, κάποιο επείγον σήμα της ψυχής που

έκοψε το νήμα των συλλογισμών μου. Και από το βάθος

αυτής της ασυνεχείας μου, ακούω, χωρίς και να 

τις ακούω, τις φωνές των μικρών που πακετάρουν, 

εκεί στο βάθος του γραφείου, στο σημείο που αρχίζει το

μαγαζί, και, χωρίς να κοιτάω, βλέπω τα σκοινιά των

ταχυδρομικών δεμάτων που, με τους διπλούς τους κόμπους,

κάνουν δυο φορές το γύρο των πακέτων από χοντρό

καφετί χαρτί, εκεί, πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο 

παράθυρο που βλέπει στην αυλή, μέσα σε μια σύγχυση

από γέλια και ψαλιδιές.

Βλέπω είναι να έχω δει.

Μετάφραση: Άννυ Σπυράκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου