Η Ειρήνη Βένη περασμένα μεσάνυχτα σηκώθηκε απάνω. Όλοι είχαν αποκοιμηθεί μες στο σπίτι. Τα μάτια της έχουν μεγαλώσει πέρα από κάθε όριο κι έχουν πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες. Ένας δυνατός σπασμός ταράζει όλο το σώμα.
"Α, αυτό, όχι... όχι..."
Μακάριος, πλάι της, αναπαυόταν ο Δημήτρης Βένης. Άκουσε τη σιγανή ανασαιμιά του. Σίγουρα θα χαμογελούσε μες στον ύπνο του. Κι έξαφνα ένιωσε ένα βαθύ, αβάσταχτο μίσος να την πλημμυρίζει γι' αυτό το αναπαμένο σώμα, το ήρεμο και ατάραχο σώμα. Σηκώθηκε σιγά κι έριξε ένα ρούχο απάνω της. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες.
Ο φουίστρος κοιμόταν. Στο σκοτάδι, όπου είχαν συνηθίσει τα μάτια της, ξεχώρισε τον όγκο του. Δίστασε μια στιγμή, ύστερατράβηξε κατά το μέρος του αποφασιστικά και τον έσπρωξε με δύναμη.
"Σήκω!"
"Α, εσύ 'σαι; Έλα λοιπόν!" έκαμε ο μηχανικός, τρίβοντας τα νυσταγμένα μάτια του, κι άπλωσε τα χέρια του να την τραβήξει.
"Σήκω απάνω!" του επανάλαβε προσταχτικά.
Περίμενε να φορέσει το ρούχο του, άνοιξε την ξώπορτα και βγήκαν έξω, στη νύχτα.
"Τι τρέχει;" ρωτούσε ο φουίστρος, μη καταλαβαίνοντας.
Μα κείνη, τώρα, έτρεχε, έτρεχε. Η νύχτα ήταν ψυχρή, κι όμως το κορμί της ήταν μούσκεμα στον ίδρο. Πηδούσε τα σκαμμένα χαντάκια, τους βόλους, το χώμα, σαν υπνωτισμένη, κι ολοένα έτρεχε. Μια στιγμή παραπάτησε κι έπεσε. Σηκώθηκε μονομιάς, χωρίς να βγάλει μιλιά και συνέχισε το δρόμο του πανικού.
Είχαν φτάσει στον τριανταφυλλώνα. Για λίγο η Ειρήνη Βενή στάθηκε εκεί δισταχτικά, ανάμεσα στις ρίζες που αναπαυόταν στη γη κι ετοίμαζαν μέσα της, ειρηνικά, τις δυνάμεις της ζωής. Ύστερα έσκυψε απότομα, χαμήλωσε, τύλιξε τα χέρια της στην πρώτη ρίζα που ξεχώρισε και τράβηξε με δύναμη. Χίμηξε παρακάτω, τράβηξε κι άλλη ρίζα. Κι ύστερα, σπρωγμένη απ' τη λύσσα, έξαλλη, άρχισε να ξεριζώνει στα σκοτεινά, τη μια πάνω στην άλλη, τις ρίζες.
"Βγάζε!" φώναξε απελπισμένα στο φουίστρο, που ήταν πίσω της. "Βγάζε!"
Απ' τα χέρια της έτρεχε το αίμα, μα δεν ένιωθε τίποτα.
"Βγάζε!" βογκούσε. "Βγάζε!"
Ξαφνιασμένος στην αρχή, βλέποντας ύστερα το πράμα σαν παραξενιά, άρχισε να κάνει κέφι.
"Άλλο τίποτα!" είπε, κι άρχισε να τραβά και να ξεριζώνει τις τριανταφυλλιές.
Πολλή ώρα βάσταξε το έργο τους. Ώσπου τσακισμένη, καταματωμένη, η Ειρήνη Βένη έπεσε μπρούμυτα καταγής. Ανάσαινε γρήγορα, βαθιά. Και ο φουίστρος φώναζε απάνω στο πεσμένο κορμί:
"Θα 'χει χάζι αύριο το πρωί, αύριο το πρωί με το γέρο, σα θα 'ρθει κατά δω!"
Κι απότομα άρπαξε το κορμί της και το γύρισε πρόσωπο με πρόσωπο κατά τον ουρανό. Ετοιμάστηκε να το γυμνώσει. Μα βρήκε τις τελευταίες δυνάμεις να τον σταματήσει.
"Όχι τώρα, λυπήσου με..." τον ικέτευε σιγά. "Αύριο κάνε με ό,τι θέλεις".
Είχε η φωνή της ένα σπαραγμό βαθύ, που μπόρεσε να φτάσει ίσαμε την καρδιά του ξυπνημένου ζώου και να τη μαλακώσει.
"Αύριο φεύγω," της είπε, μη θέλοντας ωστόσο να παρατήσει τη λεία του. "Στάσου τώρα!"
"Θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου", του λέει σιγά.
Θα πάει μαζί του;
"Τι λες; Που θα πας;"
Θα πάει όπου να 'ναι. Μπορεί να την κάμει ό,τι θέλει και να την αφήσει όπου θέλει. Δεν του γυρεύει τίποτα. Τώρα πια δεν μπορεί να μείνει εδώ, ύστερα απ' το έργο της νύχτας.
"Ω, θα 'χουμε και τέτοια τώρα; Εγώ βρίσκουμαι πότε δω, πότε κει, και στρώνω δρόμους. Τι θα σε κάνω εσένα;"
"Θα 'ρθω!" ξαναείπε, κι η φωνή της είχε βρει πάλι το σκληρό της τόνο. "Και, σα βγούμε πίσω απ' τα βουνά, είσαι κύριος να με κάμεις ό,τι θέλεις. Να μ' αφήσεις..."
Ο φουίστρος είδε, τότε, τη μορφή που έπαιρνε το πράμα. Δεν ήταν κι άσχημα. Αν την έπαιρνε μαζί του, στους δρόμους της Χαλκίδας; Κοριτσόπουλο βέβαια δεν ήταν, για να 'χει τρεχάματα. Άμα θα τη βαριόταν, θα της έδινε τα παπούτσια στο χέρι.
"Θα φύγουμε τώρα!" είπε η Ειρήνη Βένη.
"Μα ακόμα είναι η νύχτα βαθιά".
"Γι αυτό θα φύγουμε τώρα".
Σηκώθηκε.
"Εγώ πάω στη μηχανή", του είπε. Θα σε περιμένω εκεί".
"Καλά, και δε θα πάρεις τίποτα μαζί σου;"
Όχι, δεν έχει πια να γυρίσει στο σπίτι της.
Το δροσερό χώμα που είχε βγει μαζί με τις ρίζες τις τριανταφυλλιές μύριζε δυνατά. Ένα σκουλήκι, που είχε ακολουθήσει τη ρίζα στο αναπάντεχο ταξίδι έξω απ' το χώμα, ξαφνιασμένο απ' το θέαμα του κόσμου, κοίταζε να βρει πάλι καταφύγιο στη γη κι έψαχνε.
Ηλίας Βενέζης,Γαλήνη (απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου