I
Θα βυθιστούμε σύντομα στο κρύο μέσα σκότος`
Αντίο, ζωηρή λαμπράδα των μικρών καλοκαιριών!
Ακούω πώς πέφτουν κιόλας με θλιμμένο κρότο
Κομμένα πελεκούδια στις αυλές των σπιτιών.
Το καταχείμωνο στο είναι μου θα εισβάλει: Μίσος,
Θυμός, ρίγη και φρίκη, δουλειά σκληρή και στανική,
Και, όπως στην πολική την κόλασή του ο ήλιος,
Ίσα ένα κόκκινο παγάκι η καρδιά μου θα γενεί.
Ακούω αναριγώντας κάθε κούτσουρο που πέφτει,
Ήχο υπόκωφο σαν στο ικρίωμα που χτίζουν παρακεί,
Το πνεύμα μου μοιάζει με πύργο που υποκύπτει,
Κάτω απ’του ακούραστου κριού το χτύπο τον βαρύ.
Κι όπως μ’ αποκοιμίζει ο μονότονος ο γδούπος, όλο θαρρώ
Πως τα καρφιά σε κάποιο φέρετρο μπήγουν με βιάση.
Για ποιόν; -Χθες ήταν καλοκαίρι` να το φθινόπωρο, λοιπόν!
Κι ο κρότος ο μυστηριώδης αναχώρηση μου μοιάζει.
ΙΙ
Μ’αρέσει το πρασινωπό το φως στα μεγάλα σας μάτια
Γλυκιά ομορφιά, μα σήμερα για μένα όλα πικρά,
Τίποτα, το δωμάτιο, το τζάκι, ο έρωτάς σας,
Δεν μετράει σαν τον ήλιο στη θάλασσα που αστράφτει.
Ωστόσο αγαπήστε με, τρυφερή καρδιά! Μάνα γενείτε,
Ως και για τον αχάριστο, που τόσο έχει κακιάσει`
Σαν ερωμένη ή κι αδερφή, μ’ εφήμερη γλυκύτητα σταθείτε
Ίδια φθινόπωρο ένδοξο ή ήλιος που πάει να δύσει.
Μικρή αγγαρεία! Ο τάφος καρτερεί` με πόση αδηφαγία!
Κι αφήστε με το μέτωπο στα γόνατά σας ν’ακουμπήσω,
Και να γευτώ, κι ας θέλω την καυτή και άσπρη παραλία,
Τούτη την κίτρινη γλυκιά του φθινοπώρου ακτίνα!
απόδοση Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Τα άνθη του κακού, Κουκούτσι, 2019
*Το Φθινοπωρινό τραγούδι μελοποιήθηκε από τους Μωρίς Ρολινά και Γκαμπριέλ Φωρέ. Ο Μαρσέλ Προύστ αναφέρεται σ’αυτό παραλληλίζοντάς το με το βιβλίο Στον Ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
LVI.CHANT D'AUTOMNE
I
Bientôt nous plongerons dans les froides ténèbres;
Adieu, vive clarté de nos étés trop courts!
J'entends déjà tomber avec des chocs funèbres
Le bois retentissant sur le pavé des cours.
Tout l'hiver va rentrer dans mon être: colère,
Haine, frissons, horreur, labeur dur et forcé,
Et, comme le soleil dans son enfer polaire,
Mon coeur ne sera plus qu'un bloc rouge et glacé.
J'écoute en frémissant chaque bûche qui tombe
L'échafaud qu'on bâtit n'a pas d'écho plus sourd.
Mon esprit est pareil à la tour qui succombe
Sous les coups du bélier infatigable et lourd.
II me semble, bercé par ce choc monotone,
Qu'on cloue en grande hâte un cercueil quelque part.
Pour qui? - C'était hier l'été; voici l'automne!
Ce bruit mystérieux sonne comme un départ.
II
J'aime de vos longs yeux la lumière verdâtre,
Douce beauté, mais tout aujourd'hui m'est amer,
Et rien, ni votre amour, ni le boudoir, ni l'âtre,
Ne me vaut le soleil rayonnant sur la mer.
Et pourtant aimez-moi, tendre coeur! soyez mère,
Même pour un ingrat, même pour un méchant;
Amante ou soeur, soyez la douceur éphémère
D'un glorieux automne ou d'un soleil couchant.
Courte tâche! La tombe attend - elle est avide!
Ah! laissez-moi, mon front posé sur vos genoux,
Goûter, en regrettant l'été blanc et torride,
De l'arrière-saison le rayon jaune et doux!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου