εράντισαν όλα τους τα λουλούδια.
Ίσως να ’μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε.
Κι όλα τ’ άρμπουρα να λύσω, κι όλες τις μέδουσες να σκοτώσω,
πάλι ο εαυτός μου θα ’ναι μια εξορία.
Α! α! α! ελάτε να πούμε το τραγούδι που ποτέ δε σβήνει –
τον ψίθυρο της αγράμπελης όταν χαϊδεύεται με τις σκιές, το
σάλο της φάλαινας όταν ’ξωριχτεί και σωθούνε τα μικρά της,
τον ύμνο της ζωής μας όταν χάνεται, και βρούμε την καρδιά μας.
Τι να τους κάνω τους καημούς, τους οίστρους, τα μεράκια;
ο ήλιος μία τροχιά ακολουθεί μονάχα.
Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή.
Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου ’φραξαν οι αντιστάσεις μου.
Ναι. Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας.
Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
Πηγή: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=36865.0
Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 (εκδ. Ίκαρος, 1989
Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 (εκδ. Ίκαρος, 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου