όταν φέρναν δάκρυα τ’ ανούσια δευτερόλεπτα
μόνο η ιδέα της εκδρομής άνοιγε την καρδιά μου˙
τα πούλμαν σαν να τά ’βλεπα έξω απ’ την πόρτα της αυλής
κι όπου νά ’ναι, σαν νά ’χανε φτερά,
θά ’παιρναν το δρόμο του βουνού ή της θάλασσας.
Ένα σύννεφο-όνειρο τύλιγε τη μακρινή ημερομηνία,
που έλαμπε όλο κι από πιο κοντά περνώντας οι εβδομάδες.
Και, αχ, η ανυπομονησία αποβραδίς, το καλαθάκι με τα σάντουιτς,
το καινούριο παντελόνι κι η βελονιά της τελευταίας στιγμής…
Όταν πια λες στον παράδεισο στρωνόμαστε να φάμε,
όλες οι μικροπεριπέτειες της καρδιάς ανέβαιναν στα χείλια,
ανταλλάσσαμε φρούτα, μπισκότα κι ήταν σαν ξαφνικά
οι φανταστικές σκηνές του νου να παίζονταν στ’ αλήθεια.
Εξομολογήσεις στη φιλενάδα,
που, αν και δίπλα σου πάντα στο ίδιο θρανίο,
εδώ στο γρήγορο φως περαστικών τοπίων
λάμπει κεχριμπαρένια μες στο εκδρομικό της το μπλουζάκι.
Ονόματα που τ’ άγιαζε ο ψίθυρος,
χάρτινα παιγνίδια με αρχικά «Α! σού ’πεσε το Μ,
ποιος νά ’ναι;». Πρώτο τσιγάρο πίσω από το θάμνο.
«Προσοχή! Οι καθηγητές περνάνε».
Και μετά η επιστροφή σαν θάνατος,
όπως η λίγη νύχτα μπερδεύει τα τελευταία δέντρα της εξοχής
με τα πρώτα σπίτια της πόλης και μερικοί έχουν πια αποκοιμηθεί,
ενώ άλλοι σε υπερένταση τραγουδούν ακόμη.
Μαθαίνω ν’ αντιστρέφω το κλάσμα της πρωινής χαράς
με το δάχτυλο στο κουδούνι του σπιτιού.
Τελείωσε, λέω· η μέρα αυτή,
που στον ορίζοντα του μέλλοντος γυάλιζε κάποτε,
πλησίασε, μεγάλωσε, ήρθε, τελείωσε.
Έτσι θά ’ναι και με τη ζωή…
Πώς πέρασες; Τι έγινε, πού είναι το πετσετάκι;
Τό ’χασες; Η μάνα μου ρωτάει.
Αυτό ήταν… πάει.
Ποιήματα, 1986-1996, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου