Ο κρουνός της ομιλίας των ερωτικών ανθρώπων
Μας φέρνει περιδέραια σταγόνων
Η κάθε μια δίνει την ευτυχία
Έτσι στην τύχη –
Πες μια συνάντησις δύο προσώπων
Σ’ ένα δασύλλιον ερημικόν ή δρόμον
Πλημμυρισμένον από κίνησιν και κόσμον
Που τρέχει να πάη στις δουλειές του
Ή σπεύδει κάπου αλλού
Όπου συμπράττουν τα πιο δύσκολα στοιχεία
Με τους μοχθούντας μέρα- νύχτα για να βρούνε
Τ’ αναρριπίσματα των υποσχέσεων
Μιάς πόλεως που θα δεχθή μια μέρα
Ως θείον δώρον το καλότυχο τεφτέρι
Που περιέχει τα μυστικά της ευτυχίας
Ανθρώπων με παράπονα τόσον δικαιολογημένα
Που ακόμη και η σιωπή των σπάζει πέτρες
Και ανοίγει βράχους όπως εγώ ένα κουτί
Γιομάτο μικρά αντικείμενα πολύτιμα για μένα
Ανάμεσα σε άλλα
Μια επιστολή αγαπητού μου φίλου
Μια μικρή γοργόνα ζαφειρένια
Ένα μπιρσίμι
Ένα τετραγωνίδιο ταινίας του σινεμά
Δύο φωτογραφίες άσεμνες αλλά πολύ χαριτωμένες
Μια κόπιτσα φορέματος μιάς γυναικός ξανθής
Ένα κουμπί από φόρεμα μιάς κόρης πολύ νέας
Με σφύζοντας μαστούς και εξαισίαν ήβην
Που την συνήντησα πρώτη φορά κοντά σε ένα φράχτη
Μια μέρα πολύ ζεστή του θέρους
Σε περιβόλι με κερασιές πολλές
Ανάγυρτη στον ίσκιο τέτοιου δένδρου
Να ονειρεύεται με ανοικτά τα σκέλη και τα χείλη
Τα δάκτυλα του δεξιού χεριού της
Κάτω απ΄ τη φούστα της κουνώντας
Στην ηβικήν της χώρα επιμόνως
Κατά ωρισμένον τρόπο άκρως γοητευτικόν
Ενθυμίζουσα πτήσιν ηλιόλουστον ανοικτοχρώμου χρυσαλλίδος
Ή δάκτυλα κρουστά.
Αίφνης τινάχθηκε πολλές φορές η κόρη
Και εκβάλλουσα οξείες φωνές λαγνείας
Έμεινε ασάλευτη και πνευστιώσα
Με έκφρασιν αγαλλιάσεως στο πρόσωπό της
Είχε όμως ως φαίνεται κι άλλον χυμόν να δώση
Σηκώθηκε λοιπόν σχεδόν αμέσως
Και με το φόρεμά της σηκωμένο ως την μέση
Αγκάλιασε με τα σκέλη της την κερασιά
Κ’ έτσι καθώς ο ήλιος πύρωνε και τις σκιές ακόμη
Το αιδοίον της με δύναμι έτριβε και το κτυπούσε
Επάνω στον κορμό του οπωροφόρου
Και ενώ με κάθε ώθησιν της ηβικής της χώρας
Συσπώμενοι εσείοντο σαν άσπρες σφαίρες οι γλουτοί της
Τα χείλη της κολλώντας στον φλοιό του δέντρου
Με λαιμαργίαν πιπίλιζε σαν βρέφος που θηλάζει
Την κουρκουμέλα που εξεθλίβετο πυκνή και μυρωδάτη
Απ’ τον φλοιό της κερασιάς στο στόμα της έως ότου
Τινασσομένη με παραφοράν η κόρη
Σε νέον έφτασε οργασμόν.
Τότε μονάχα κόπηκαν τα γόνατά της
Και η παίς ανάσκελα ξαπλώθηκε στο χώμα
Στη ρίζα εμπρός της κερασιάς κοντά στον φράχτη
Με τον οπόν του δένδρου και την γεύσιν του στο στόμα
Με δυό κεράσια στα μαλλιά
Με όλον τον όλβον τ’ ουρανού μεσ’ στην ψυχή της
Και έτσι καθώς σωριάσθηκε στη ρίζα αυτού του δένδρου
Με ανεστραμμένους οφθαλμούς και πίσω ριγμένο το κεφάλι
Με μια της κίνησι
Χωρίς να ξέρη πως την βλέπουν
Και ενώ οι καρδιές μας σαν τύμπανα στα στέρνα μας κτυπούσαν
Η κόρη έτσι καθώς ενόμιζε πως είναι μόνη
Λυγίζοντας τα γόνατά της
Άνοιξε διάπλατα τα σκέλη της
Και έδειξε στα εκθαμβά μας μάτια
Σε όλην την συνταρακτική ομορφιά του
Κάθυγρο και φουσκωτό κάτω απ’ το φόρεμά της
Το ερωτικό κογχύλι της
Σαν κόκκινο τριαντάφυλλο από βροχή βρεγμένο
Σαν κόκκινο τριαντάφυλλο τελείως ανοιγμένο.
Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου