Η θάλασσα που σε πήρε μακριάτόσο απαλή σαν τον κόρφο μητέραςαυτή το ξέρει. Ό,τι ρωτούσες σαν ήσουν παιδί τέτοια ψελλίζουν τώρα οι γερόντοι·φαντασίες για ανώφελα αντικείμενασαν κλειδωμένες κασέλες πνιγμένων θαλασσινών.Κοίταξε· φοβούνται το φως του ήλιουφοβούνται να ιδούν· παραμιλούν, δεν έχουν άλλο. Παιδιά μεγάλωσαν πεινώνταςξεριζώνοντας δέντρα ερημώνοντας τα βουνά·άλλα παιδιά ρωτούν και σ’ αποκρίνουνταιγιατί πήγαν ένα βήμα παρακάτω— στην ανηφόρα; στην κατηφόρα;δεν ξέρω, το ίδιο κάνει·κι έχουν ακόμη πολλές φωτιέςν’ ανάψουν για τ’ αϊ-Γιαννιού το πανηγύρι. Έλεγα κάποτε, το αίμα φέρνει το αίμα κι άλλο αίμα—το πήραν για παράσταση σαλτιμπάγκων,άχρηστα παραμύθια.Ψιθύριζα ακόμη, βαριές οι πέτρεςκι ασήκωτες οι μυλόπετρες που άκουσες μια βραδιά να σταματούνστο σύνορο του καιρού,και τραγικά τα νέα κορμιά που βούλιαξαν— «Τριμμένα ρούχα» λέγαν οι φαρμακοί.—Μα πώς θα ντυθούμε στην παγωνιά όταν δεν έχουμε καινούρια;Και τί να πεις στους φίλους σουσαν έχουν πίκρα και σωπαίνουνκαι τα περιπαθή τραγούδια τα γλεντούνμόνο οι μεγάλες πόρνες; Και τούτο ακόμη· να ξεχωρίσειςμια στιγμή ζωής, να ξεχωρίσειςτον άνεμο που κλονίζει τα τριαντάφυλλακαι τα τριαντάφυλλα, στο μικρό περιβόλισε μια φούχτα γης— και τούτο το προσπάθησα, θα ’λεγαόχι καθόλου σαν είδος στοχασμούαλλά σαν είδος ανάσαςδικής μου, δικής σας,ή καλύτερα σαν είδος μιας φωνής· άνεμος η φωνή και διαβαίνει.
Η θάλασσα που σε πήρε μακριάκαι σε ξανάφερε στο γνώριμο λιμάνιχαρίζοντάς σου τη σιγή μπροστά στη σκάλατην ανεξάντλητη του μεσημεριού, ξέρει να σου εξηγήσειτη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα. ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄, [Από τις «Μέρες του 1945 – 1951»] |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου