Μετά τη θητεία του σε κάτι αφηρημένο (Μεσολάβηση, Υπενθύμιση), ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος καταφέύγει σε μια γόνιμη σύζευξη του συμβολισμού με τον φετιχισμό. Μοιραία αναρωτιόμαστε αν ο τίτλος της νουβέλας «Τα χέρια της» περιορίζεται στη δύναμη των άνω άκρων ή κρύβει κάποια άλλη, μη απτή, διάσταση. Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε...
Άξια προσοχής η γόνιμη προσπάθεια του συγγραφέα να μιλήσει σε α' ενικό θηλυκό πρόσωπο, θυμίζοντάς μας ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος (Ταχτσής, Βαλτινός, Ξανθούλης).
Χαρακτηριστική η αξιοποίηση του εσωτερικού μονολόγου, αφηγηματικού τρόπου που διεισδύει στα μύχια της ψυχής της μυστηριώδους κεντρικής ηρωίδας Τζο.
«Το ανελέητο κατακρύλισμα του χρόνου θα έπρεπε να μετριέται κάπως αλλιώς. Ξέρω 'γω, με ποτήρια γεμάτα νερό, ίσως. Άλλα τα ήπια μονορούφι κι άλλα γουλιά-γουλιά. Τι τα θες... Κάτουρο γίνονται, όπως κι αν τα πιείς. Εκείνα τα ποτήρια που άδειασα στο κεφάλι μου κι έγινα μούσκεμα είναι αλλιώς. Τώρα, εδώ που έφτασαν τα πράγματα, τα ξεραμένα χείλη μου ίσα που βρέχονται από τις λιπόψυχες γουλιές μου. Πρέπει να βρέξεις κώλο, όπως λένε, για μια χούφτα καλές αναμνήσεις. Όσο με βοηθά η μνήμη μου θα ξεδιψώ μ' αυτές.»
Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος, Τα Χέρια της, Αθήνα: Μετρονόμος 2021, σ.86.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου