Αγγίζω το στόμα σου, αγγίζω το περίγραμμά του μ’ ένα δάχτυλο, το σχεδιάζω σαν να ’βγαινε απ’ το χέρι μου, σαν να ’ταν η πρώτη φορά που μισανοίγει το στόμα σου κι εγώ δεν έχω παρά να κλείσω τα μάτια για να το σβήσω όλο και να ξαναρχίσω, κάθε φορά γεννάω το στόμα που ποθώ, το στόμα που το χέρι μου διαλέγει και σου σχεδιάζει στο πρόσωπο, το στόμα που το διάλεξα ανάμεσα σε όλα, που το διάλεξα κυριαρχικά ώστε το χέρι μου να το σχεδιάσει στο πρόσωπό σου, κι από ένα γύρισμα της τύχης που δε χρειάζεται να το ερμηνεύσω, να συμπέσει απόλυτα με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.
Με κοιτάζεις, από κοντά με κοιτάζεις, όλο κι από πιο κοντά, και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο κι από πιο κοντά, και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ’να τ’ άλλο, το ’να καλύπτει τ’ άλλο, και οι κύκλωπες κοιτάζονται, τα χνότα τους μπερδεύονται, τα στόματα αγγίζονται και παλεύουν χλιαρά, δαγκώνονται με τα χείλια, οι γλώσσες ίσα που ακουμπούν στα δόντια, παίζουν στις παρυφές όπου πάει κι έρχεται ένας αέρας βαρύς, φέρνοντας μια γέρικη ευωδιά και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου ψάχνουν να καταδυθούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά το βυθό των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν να ’ταν το στόμα μας γεμάτο με λουλούδια ή ψάρια, με ζωηρές κινήσεις κι άρωμα σκοτεινό. Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε με μια κοφτή και τρομερή και ταυτόχρονη αναρρόφηση της εκπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι ωραίος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να ριγείς επάνω μου σαν μια σελήνη στο νερό.
Χούλιο Κορτάσαρ, Κουτσό, Κεφάλαιο 7, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδ. Opera.
[....]
Το κουτσό παίζεται με μιαν αμάδα, που πρέπει να την σπρώχνεις με τη μύτη του παπουτσιού. Υλικά: ένα πεζοδρόμιο, μια αμάδα, ένα παπούτσι κι ένα όμορφο σχεδιάγραμμα με κιμωλία, κατά προτίμηση χρωματιστή. Ψηλά είναι ο Ουρανός, χαμηλά η Γη, είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις με την αμάδα στον Ουρανό, σχεδόν πάντα κάνεις λάθος στον υπολογισμό, και η αμάδα βγαίνει έξω απ’ το σχεδιάγραμμα. Σιγά –σιγά, πάντως, αποκτάς την αναγκαία επιδεξιότητα για να περνάς τα διαφορετικά τετράγωνα (κουτσό σαλιγάρι, κουτσό παραλληλόγραμμο, κουτσό φαντεζί που παίζεται ελάχιστα), και μια μέρα μαθαίνεις πώς να βγαίνεις απ’ τη Γη και ν’ ανεβάζεις την αμάδα ως τον Ουρανό, ώσπου να μπεις στον Ουρανό (“Et tous nos amours”, τραγουδούσε μπρούμυτα η Εμανιέλ, με αναφιλητά), το κακό είναι πως, ακριβώς σ’αυτό το σημείο, όταν κανείς σχεδόν δεν έχει μάθει ακόμα ν’ ανεβάζει την αμάδα ως τον Ουρανό, λήγει ξαφνικά η παιδική ηλικία και πέφτεις στα μυθιστορήματα, στο ανώφελο άγχος, στη θεώρηση ενός άλλου Ουρανού στον οποίο επίσης πρέπει να φτάνεις. Κι ακριβώς επειδή έχεις βγει απ’ την παιδική ηλικία (“Je n’ oublierai pas le temps des cérises”, χτυπούσε τα πόδια της στο δάπεδο η Εμανιέλ), ξεχνάς πως, για να φτάσεις στον Ουρανό, σου χρειάζονται απαραιτήτως μια αμάδα και η μύτη του παπουτσιού σου».
Χούλιο Κορτάσαρ, ΚΟΥΤΣΟ, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδ. Opera. (σελ. 276)
.......................................................................................................................................................
Να καταθέσεις τη μαρτυρία σου, ν’ αγωνιστείς ενάντια στο τίποτα που θα μας σαρώσει
Μτφρ Αχιλλέας Κυριακίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου