Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Κώστας Αρκουδέας - Μουσικές των νησιών (1988)


Ο άντρας είχε ανοιγμένο ανάμεσα στα πόδια του ένα βιβλίο με μιγαδικούς αριθμούς, ενώ η γυναίκα πλάι του ήταν ξαπλωμένη σε μια ψάθα και διάβαζε με προσήλωση τα «Άπαντα» του Φρόιντ. Πολύ θα ήθελα να μάθω τι καταλάβαιναν διαβάζοντας μιγαδικούς και Φρόιντ κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Παραδίπλα, δυο πιτσιρίκια έκλαιγαν ταυτόχρονα, επειδή το ένα είχε χτυπήσει το άλλο. Ένα κουνούπι μεγάλο σαν ανεμόπτερο πέρασε ξυστά απ’ τη μύτη μου ψάχνοντας για υποτυπώδη σκιά. Σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε «Πόλεμο των Άστρων», επιτέθηκε στο άτριχο κρανίο του άντρα με τους μιγαδικούς και σφηνώθηκε στο αφτί του. Εκείνος πετάχτηκε πάνω και το έλιωσε, χώνοντας το δάχτυλό του στο αφτί.
«Κι αν με κολλήσει καμιά αρρώστια;» ρώτησε πανικόβλητος τη γυναίκα του. «Κι αν το κουνούπι, πριν έρθει σε μένα, είχε τσιμπήσει κάναν αιμοφιλικό;»
«Μη λες βλακείες», είπε η γυναίκα του κι έκανε μια καθησυχαστική κίνηση με το χέρι. «Αφού ξέρεις πως όταν τρώνε τα κουνούπια, σκουπίζουν καλά τα χείλη τους».
Πού είχα μπλέξει, Θεέ μου; Ήμασταν εκατοντάδες λουόμενοι σε μια παραλία της Πάρου και το λιοπύρι έπαιζε με τις αντοχές μας. Είχα έρθει στην Παροικιά εξαιτίας μιας ωραίας ανάμνησης πριν από χρόνια, αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Το νησί είχε βουλιάξει στον κόσμο. Το γνωστό «rooms-rooms» είχε αντικατασταθεί απ’ το «roofs-roofs», μιας και δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο. Είχα δυσκολευτεί και τελικά είχα βρει ένα άθλιο υπόγειο κι ένα κρεβάτι που ο ιδιοκτήτης του είχε φτιάξει επιτόπου. Είχε καρφώσει τέσσερις σανίδες σε ξύλινους πάγκους, είχε ρίξει πάνω τους ένα στρώμα και κάτι σεντόνια και μου έπαιρνε φιλικά δυο κατοστάρικα τη βραδιά. Ξυπνώντας το πρωί είχα ανακαλύψει πως είχα διάρροια απ’ το νερό. Για να την αντιμετωπίζω, έπινα κάθε πρωί ένα φλιτζάνι άψητο καφέ με λεμόνι μορφάζοντας οικτρά, ενώ μαζί μου μόρφαζαν και όσοι μ’ έβλεπαν.
Ένας φίλος που αποδεδειγμένα με μισούσε, μου είχε δώσει για αντηλιακό ένα μπέιμπι όιλ, το οποίο εκτός του ότι δεν με προστάτευε απ’ την ακτινοβολία, είχε την ιδιότητα να λειτουργεί πάνω μου σαν τηγάνι. Όταν συνειδητοποίησα τι γινόταν στο δέρμα μου, τυλίχτηκα με μια πετσέτα και πήγα γραμμή στο υπόγειο. Αλείφτηκα στα σκοτεινά με γιαούρτια, ξύδια και ό,τι άλλο βρήκα για το κάψιμο. Κάποια στιγμή κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και τρόμαξα. Απ’ το ξεφλούδισμα, το μούτρο μου είχε γίνει σαν κουρελού, το κορμί μου σαν πυροτέχνημα. Για να μπορώ να ξαπλώνω, έβρεχα κάθε λίγο και λιγάκι τα σεντόνια και τα μαξιλάρια.
Η Οδύσσειά μου, όμως, είχε και συνέχεια. Γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα έσκασαν μύτη οι γείτονες, μια παρέα Βίκινγκς, που έβαλαν heavy metal στη διαπασών. Έκανα υπομονή, όσο μπορούσα. Όταν η ώρα πήγε τέσσερις και κάτι, τους χτύπησα την πόρτα και τους παρακάλεσα να κάνουν ησυχία. Έδειξαν κατανόηση, δεν έχω παράπονο, γι’ αυτό και μόλις έφυγα, δυνάμωσαν τη μουσική. Έμεινα ξάγρυπνος ως το ξημέρωμα κάνοντας όνειρα με τα μάτια ανοιχτά. Ήμουν, λέει, ψηλά στις Λεύκες και παρακολουθούσα σε μια ασβεστωμένη ταράτσα δυο μαύρα περιστέρια να κάνουν έρωτα. Μέσα μου, φυσικά, ετοίμαζα το κρύο πιάτο της εκδίκησης. Κατά τις έξι και μισή, οι Βίκινγκς απόκαμαν και είπαν να κοιμηθούν. Σηκώθηκα αθόρυβα και πήγα έξω απ’ την πόρτα τους, με την ηρεμία του τέρατος που βγαίνει σε αναζήτηση τροφής. Κόλλησα πάνω της το κασετόφωνό μου και το άνοιξα. Οι μεντεσέδες έτριξαν απ’ τη ροκαμπίλι φωνή του Τζέρυ Λι Λιούις. Οι τύποι στην αρχή το διασκέδασαν και άρχισαν τα πειράγματα. Σύντομα, όμως, τα βλέφαρά τους βάρυναν. Όταν τελείωσε το κομμάτι, το ξανάπαιξα, σε μεγαλύτερη ένταση αυτήν τη φορά. Μόλις τελείωσε, το ξανάπαιξα στη διαπασών. Great balls of fire. Το έπαιξα συνολικά είκοσι τέσσερις φορές, μετρημένες, μέχρι που οι τύποι δεν άντεξαν. Σηκώθηκαν ένας ένας απ’ τα κρεβάτια τους, έβαλαν τις πετσέτες τους στον ώμο και πήγαν στη θάλασσα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τους ακολουθήσω, αλλά με συγκράτησε η σκέψη πως η βεντέτα αυτή θα κατέληγε σε φονικό.
Έκανα έναν ευχάριστο ύπνο στο φρεσκοκαρφωμένο κρεβάτι μου και μόλις οι τύποι επέστρεψαν ράκη το απομεσήμερο απ’ το μπάνιο, τους περίμενε ο Τζέρι Λι Λιούις, πάντα στη διαπασών.
Το πρωί της επόμενης μέρας έφυγα απ’ το νησί. Πήρα τον πρώτο σκυλοπνίχτη για το αντι-νησί του, την Αντίπαρο, ένα νησί μινιατούρα. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε τα «Άπαντα» του Φρόιντ ούτε Βίκινγκς στα διπλανά δωμάτια. Το νερό όμως γάριαζε το ίδιο τα ρούχα και τους άφηνε κιτρινωπές στάμπες. Η διάρροια συνέχιζε να με ταλαιπωρεί.
Άφησα τον ήλιο να με αρπάξει απ’ το σβέρκο και να με ρίξει στην κοντινότερη θάλασσα. Έμεινα να επιπλέω στο νερό, με τα μάτια κλειστά και το μυαλό άδειο. Το σύμπαν είχε βυθιστεί στον πάτο. Ήμασταν μόνοι, η θάλασσα κι εγώ. Άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια για να δω ότι ο θόλος του ουρανού δεν ήταν χαμηλός, όπως στην πόλη, που όταν πήγαινες να πετάξεις, χτύπαγες τα φτερά σου στην οροφή. Ήταν πανύψηλος, χώραγε τα πάντα. Στόλοι μικρών ψαριών πέρναγαν πάνω απ’ την κοιλιά μου και συνέχιζαν το ταξίδι τους. Έκλεισα πάλι τα μάτια. Ήμουν ένα κοχύλι, ένα μικρό άσπρο κοχύλι με κοκκινωπές ραβδώσεις που διέγραφε τον κύκλο της ζωής του σ’ ένα ναυάγιο στο βυθό. Όταν τελικά ακούμπησα τα πόδια μου κάτω κι έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το υδάτινο περίβλημα, ο χρόνος είχε χάσει τη σημασία του. Μου φάνηκε περίεργο που οι γκουρού στην Ινδία δεν είχαν ανακαλύψει αυτήν τη στάση διαλογισμού.
Το ίδιο βράδυ έφαγα σαλάτα με κοπανιστή και ήπια ούζο σε μια ταβέρνα κάτω από μια κληματαριά. Όσο έτρωγα, άκουγα μια νησιώτισσα να λέει πως ένας θεοπάλαβος είχε πάει για κολύμπι στην Ψαραλυκή και ήταν τυχερός που είχε γλιτώσει απ’ τα νερόφιδα. Και –τι σύμπτωση!– όταν αργότερα ρώτησα πώς λεγόταν η παραλία που είχα επισκεφθεί, έμαθα πως λεγόταν Ψαραλυκή.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα με φοβερά κέφια. Ήπια καφέ με βουτήματα, προμηθεύτηκα ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και πήγα στην παραλία που πήγαιναν όλοι. Τέλος στους πειραματισμούς και στους Ινδούς γκουρού. Στο κάτω κάτω, ήταν μια ακόμα ηλιόλουστη μέρα.
Το κοινό της παραλίας ήταν κάπως αλλοπρόσαλλο, μα προσιτό στα γούστα μου. Ένας εμιγκρές είχε στήσει υπαίθριο κουρείο κάτω από ένα αλμυρίκι και είχε γεμίσει την άμμο τρίχες. Ένας Απωανατολίτης με μακριά μαλλιά έκανε με τις ώρες μασάζ στην αμερικανίδα φίλη του. Ήταν απόλαυση να τον παρακολουθεί κανείς. Ένα ένα νεύρο, ένα ένα σπόνδυλο, ένα ένα κόκαλο.
Τα κορίτσια στην παραλία ήταν περισσότερα απ’ τα αγόρια και στα ολόγυμνα κορμιά τους, κυρίως στα στήθη και τους γλουτούς, είχαν φιλοτεχνηθεί πολύχρωμα τατουάζ. Καρδούλες, πεταλούδες και τριαντάφυλλα πέρναγαν συνεχώς μπρος απ’ τα μάτια μου.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας μαυροκακανιασμένος σκηνίτης. Είχε ιερακοκέφαλο μούτρο, γαμψή μύτη, μικρά στρογγυλά γυαλιά και στο πιγούνι του είχε αφήσει μακρύ μούσι που τον έκανε να μοιάζει στον Χοσρόη. Μου θύμιζε κάποιον απ’ τους λούμπεν ήρωες του Κουρτ Βάιλ, ίσως επειδή είχε μια κιθάρα και τη γρατζούνιζε τραγουδώντας show me the way to the next whiskey bar… Τα δάχτυλά του ήταν τα μακρύτερα που είχα δει. Αγκάλιαζαν το μπράτσο της κιθάρας, κάνοντας μιάμιση περιστροφή γύρω του.
Ο Απωανατολίτης, αφού έμαθε στη φίλη του μια πολύπλοκη στάση γιόγκα και μια νέα μέθοδο αναπνοής, στη συνέχεια βάλθηκε να της διδάξει την τέχνη του ταεκβοντό. Το κορίτσι είχε ξετρελαθεί μαζί του.
Στράφηκα πάλι στον τύπο με την κιθάρα. Μπροστά του είχε απλωμένη όλη του την πραμάτεια. Χαϊμαλιά, βραχιόλια από χρωματιστό σκοινί, χειροποίητα κολιέ, σκουλαρίκια και κάθε είδους στολίδια.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησα.
«Μάνο», μου απάντησε, χωρίς να με ρωτήσει το δικό μου.
Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μαζί του. Τον ξανάδα το βράδυ στην πιάτσα. Όταν έπεφτε ο ήλιος, τα καντούνια της μινιατούρας οδηγούσαν στην πιάτσα. Ο Μάνος είχε σε κοινή θέα το «εμπορειό» του, όπως το έλεγε, στο φως ενός φανοστάτη. Μόλις με είδε, ακομπάνιαρε την κιθάρα του, κόλλησε τα δάχτυλά του στα τάστα κι έπιασε ένα τραγούδι που μιλούσε για τη φυγή.
Η ελευθερία είναι απλά μια ακόμα λέξη,
για κείνον που δεν έχει τίποτα να χάσει,
και τίποτα δεν αξίζει τίποτα αν δεν είναι λεύτερο…
Στο κέντρο της πιάτσας, λίγο πιο πέρα, ένας Γερμανός στέριωσε στο κεφάλι του καμιά δεκαριά ποτήρια, το ένα μέσα στο άλλο. Στο μικρό του δάχτυλο ισορρόπησε μια καρέκλα ανάποδα. Πέταξε στον αέρα μια μποτίλια και την ξανάπιασε. Το κοινό χειροκρότησε. Ενθουσιασμένος ο Γερμανός, πέταξε για μια ακόμη φορά την μποτίλια στον αέρα, μα δεν τα κατάφερε.
...και η ελευθερία είναι μια ακόμα λέξη
για κείνον που δεν έχει τίποτα να χάσει,
και το τίποτα δεν αξίζει τίποτα αν δεν είναι λεύτερο*.
Κάποιος συνόδεψε τον κιθαρίστα με μια κουδούνα. Μερικές καρέκλες απ’ την πλατεία στρίγκλισαν καθώς σέρνονταν προς το μέρος του. Ένας σιωπηλός ξένος μου πρόσφερε μια μποτίλια κρασί. Ήπια και του την ξανάδωσα. Οι μέτοικοι της πιάτσας μαζεύονταν σιγά σιγά γύρω μας και σιγόνταραν τον Μάνο. Εγώ δεν έβγαζα άχνα. Ήμουν τόσο φάλτσος, που ούτε τον Εθνικό Ύμνο δεν μπορούσα να πω. Μια φορά είχα τραγουδήσει σωστά και είχα κοντέψει να πνιγώ. Είδα ένα κορίτσι να σκύβει και να φιλάει τον Μάνο στο παντελόνι, στο ύψος του φερμουάρ, αφήνοντας το αποτύπωμα των χειλιών της.
Ο μοναχικός αοιδός είχε γίνει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο πρωταγωνιστής του μουσικού θιάσου.
Πήδηξα απ’ το πεζούλι και χάθηκα. Το συνήθιζα αυτό –να χάνομαι χωρίς λόγο. Ακολούθησα ενστικτωδώς το φακό μιας παρέας που βάδιζε μπροστά. Με οδήγησαν πίσω από ένα ύψωμα, εκεί όπου λαμπύριζε μια κατάφωτη πολιτεία: τα κλαμπ και οι ντισκοτέκ του νησιού. Περιεργάστηκα για λίγο το πολύχρωμο πλήθος, ώσπου βαρέθηκα και ακολούθησα τον πρώτο φακό που κατηφόριζε για το χωριό.
Η γιορτινή ατμόσφαιρα στην πιάτσα είχε πάει περίπατο. Καμιά δεκαριά ντόπιοι είχαν κυκλώσει το μαγαζί του Μιλού κι έριχναν μέσα φραγκοδίφραγκα για να τον ξεφτιλίσουν. Ο Μιλού είχε το ωραιότερο μπαράκι στο νησί. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιερεμίας (Jerom), μα όλοι τον φώναζαν Μιλού γιατί ήταν ασπρομάλλης. Κάπνιζε κάτι θεόστραβα τσιγάρα που έβγαζε συνεχώς απ’ τις τσέπες του. Όταν περπατούσε, ακουγόταν ένα μονότονο κριτς κριτς. Οι φήμες έλεγαν πως είχε χάσει το ένα του πόδι σε ατύχημα με τη μηχανή και είχε βάλει στη θέση του ραμποτέ.
Ο Μάνος, μ’ ένα μισοάδειο μπουκάλι μπύρας στο χέρι, είχε φράξει το πορτάκι της εισόδου στο μπαρ και κοίταζε με εχθρικό μάτι τους ντόπιους πίσω απ’ τα στρογγυλά γυαλιά του. Εκείνοι χειρονομούσαν κι έβριζαν.
«Μην τους δίνεις σημασία», του φώναξε ο Μιλού μέσα απ’ το μπαρ. «Έτσι κάνουν. Θα πουν αυτά που θέλουν και θα φύγουν».
Κάποιος γνωστός στα πέριξ σαν «Τέρας» –τόσο που ακόμα και οι τουρίστες τον φώναζαν Terras (ξέρα)– πήρε από κάτω μια πέτρα και σημάδεψε το ραψωδό μας. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έπεσα πάνω του και του γράπωσα το χέρι. Τον κατάφερα στην αρχή, παρόλο που είχα να παλέψω απ’ την εποχή του στακαμάν. Όπως τον έβλεπα από κοντά, έμοιαζε με κεφαλόπουλο. Η μούρη του ήταν μακριά, λες και του την είχαν τραβήξει προς τα κάτω. Σαν να μην έφτανε αυτό, μην έχοντας επίγνωση του πώς έδειχνε, είχε κάνει πανκ κούρεμα που την τόνιζε ακόμα περισσότερο. Με χτύπησε με την παλάμη στο πρόσωπο και, καθώς έπεφτα, με κάτι βαρύ στο κεφάλι.
«Όχι εκεί», ψέλλισα. «Μου φτάνουν οι ημικρανίες που έχω».
Ο «Τέρας» δίστασε για μια στιγμή και τελικά με ξαπόστειλε κάτω από ένα τραπέζι, όπου τρεις Άγγλοι έπιναν το ποτό τους. Δεν μου έριξαν ούτε μια ματιά. Συνέχισαν να μιλάνε ατάραχοι για ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή, μάλιστα, χτύπησαν μανουριασμένοι το χέρι τους στο τραπέζι. Ήταν να τους λυπάσαι. Η ομάδα τους είχε χάσει με βαρύ σκορ.
Στο μεταξύ, ο Μάνος είχε σπάσει στη μέση το μπουκάλι και είχε κολλήσει τον «Τέρας» στον τοίχο. Οι άλλοι γύρω του απειλούσαν, αλλά δεν τόλμαγαν να πλησιάσουν. Ο Μάνος στράφηκε προς το μέρος τους και τους έβρισε τα θεία τόσο αισχρά, που απ’ τη μεριά της Ιερουσαλήμ ακούστηκαν κόκαλα να τρίζουν.
Οι Άγγλοι πάνω απ’ το κεφάλι μου συνέχιζαν να μιλάνε για ποδόσφαιρο. Παρά το σκοτάδι που με κύκλωνε, έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το τραπέζι και τους κοίταξα. Εκείνοι είδαν τον κάτοικο μιας τριτοκοσμικής χώρας που είχε πλακωθεί με ντόπιους, ενώ εγώ είδα τρεις γουρουνόμορφους που είχαν οδηγήσει μια αυτοκρατορία σε κατάρρευση.
Η ψυχή βγήκε απ’ το πεσμένο μου σώμα και φτερούγισε πάνω απ’ την πιάτσα. Είδα κάποιους να σκύβουν ανήσυχοι πάνω μου κι έναν καθυστερημένο μπάτσο να διώχνει τον κόσμο. Οι τρεις Εγγλέζοι απομακρύνθηκαν. Σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι στο βάθος, ο Μάνος τραβολόγαγε τον «Τέρας» –άγνωστο πού τον πήγαινε. Πετάρισα πάνω απ’ την πιάτσα, με κατεύθυνση τον ψυχοπομπό που με περίμενε στην έξοδο.
Λίγο πριν φτάσω, κάτι να με ξανατράβηξε πίσω. Μου φαίνεται πως θα την έχανα κι αυτή την αθανασία.

* Janis Joplin: Me and Bobby McGee

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου