Την επόμενη μέρα μάζεψα τα μπογαλάκια μου, φορτώθηκα το σακίδιό μου και κατέβηκα στον Πειραιά. Πήρα το πρώτο καράβι για τις Κυκλάδες. Πιο πολύ αγαπούσα το Αιγαίο με τις χτυπητές αντιθέσεις, κι ακόμα περισσότερο τις Κυκλάδες με τα ξερονήσια. Έγινα κι εγώ νομάς του Αιγαίου, από εκείνους που διαπλέουν τα νησιά μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη και το κρεβάτι τους, τον υπνόσακό τους, έτοιμο να στρωθεί ανά πάσα στιγμή στο σανιδένιο κατάστρωμα ενός πλοίου ή στη μαλακή άμμο μιας παραλίας.
Το σώμα μου μαύρισε, έγινε σφριγηλό. Το μυαλό μου καθάρισε από τη σαβούρα των πόλεων. Στην αρχή δυσκολεύτηκα, αλλά σύντομα απέκτησα οικειότητα με το υγρό στοιχείο, την πολυπόθητη υδροβιότητα. Μες στο νερό έχανα την αίσθηση του χρόνου, επέπλεα στο κενό. Κοίταζα με τις ώρες τους καθεδρικούς ναούς και τις γοτθικές πόλεις του νερού, με στίφη ψαριών να περνούν ατάραχα πλάι τους.
Δε θα αναφέρω πολλά για αυτό το διάστημα. Ωστόσο, έχω φυλάξει ευλαβικά μέσα μου τις πιο όμορφες στιγμές του. Τη γιορτή με τα βιολιά στον Φοίνικα, τα μικρά χρωματιστά βότσαλα στο Παλαιοχώρι, τον καφέ με τις φουσκάλες στη βεράντα του Κάστρου. Ακόμα, το ξαπλωτό φεγγάρι πάνω από τον ανεμόμυλο, με τη μουσική του «La Luna» να δονεί τη νύχτα, τη συστάδα με τα αρμυρίκια στην παραλία της Μαρίας, που μου χρησίμεψε ως καταφύγιο στην αμμοθύελλα. Πέρασα αξέχαστα στη μενεξεδένια πανσιόν του Φράνκι κοιτώντας με τις ώρες την κίνηση στο λιμάνι της Ίου. Θα ήταν κρίμα κι άδικο να μην αναφέρω το μπαράκι με τις τσικουδιές στην Πούντα, το μονοπάτι στις κορυφογραμμές του Κρίκελου και τα θεόρατα κύματα στον Αρμενιστή.
Ταξίδεψα μέχρι τα Χανιά, κατόπιν στα Σφακιά, κι από εκεί πήρα το καραβάκι για τη Γαύδο. Η Γαύδος είναι παλιά πειρατική φωλιά, χωμένη μες στο Λιβυκό Πέλαγος, στο νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και στον παράλληλο νοτιότερα ακόμα κι από το Μαρόκο. Στην παραλία του Σαρακήνικου υπήρχαν τρεις τέσσερις ταβερνούλες και λίγος κόσμος, αλλά δεν έμεινα εκεί. Εφοδιάστηκα με ξηρά τροφή και νερό και πήγα ακόμη παραπέρα, στην ακτή του Άι Γιάννη. Μόλις έφτασα, νόμισα πως είχα βγει στην Αφρική. Αμμόλοφοι, δάση με κέδρους, κορμοί ξεριζωμένοι από τον αέρα να επιπλέουν στη θάλασσα. Στις καβάντζες κάτω από τους κέδρους ζούσαν σαν πρωτόπλαστοι διάφοροι αναχωρητές, ψαροντουφεκάδες ως επί το πλείστον, αλλά και φοιτητές της Καλών Τεχνών.
Εκεί, πέρασα έναν περίπου μήνα μακριά από τον αναβρασμό. Τα μελτέμια μάς ράπιζαν με σκόνη και ψιλή άμμο. Όταν κόπαζαν, τα διαδέχονταν μακρές περίοδοι άπνοιας. Η ζέστη ήταν υποφερτή κάτω από τη σκιά των δέντρων, με τη συνοδεία της κρυμμένης μπάντας των τζιτζικιών. Οι πάντες συζητούσαν για την κατάντια του Σαρακήνικου, της διπλανής παραλίας, που μέσα σε λίγα χρόνια είχε μεταλλαχτεί. Σπίτια ξεφύτρωναν από το πουθενά, με τις γεννήτριες του ηλεκτρικού να δουλεύουν νυχθημερόν κάνοντας εκνευριστικό θόρυβο. Τρακτέρ σκαρφάλωναν στους αμμόλοφους σαν ποντικοκούνελα, κουβαλώντας μπαγκάζια και τουρίστες. Πλοιάρια κάθε είδους αποβίβαζαν παραθεριστές από την Παλαιοχώρα και τα Σφακιά, με αποτέλεσμα να γεμίζει ο τόπος πλαστικές καρέκλες και καλογυμνασμένους τύπους που έπαιζαν ρακέτες. Ήδη οι λιγοστοί κάτοικοι της Γαύδου είχαν χωριστεί σε φατρίες και έκαναν μεγαλόπνοα σχέδια για τα οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης.
Αυτά ήταν άγνωστα στον Άι Γιάννη. Η απληστία δεν είχε φτάσει ακόμα εδώ. Η κοινοβιακή κατάσταση συνεχιζόταν απρόσκοπτα. Καθένας είχε την καβάντζα του, το δέντρο του, που το είχε μετατρέψει σε λημέρι, με τζάντζαλα μάντζαλα να κρέμονται από τα κλαδιά του. Φαναράκια άναβαν τη νύχτα δίνοντας όψη καταυλισμού σε δάσος. Κολυμπούσα όλη τη μέρα και τα βράδια μελετούσα με το φακό τα βιβλία που είχα προμηθευτεί σαν προνοητικός νέος. Όταν η μοναξιά γινόταν αβάσταχτη, είχα παρηγοριά τη σκέψη ότι στα υπόλοιπα μέρη, τις ώρες τούτες, ο κόσμος σφαζόταν για ένα τραπέζι δίπλα στο κύμα. Όσο για εδώ, ας ήταν καλά οι ψαροντουφεκάδες∙ έβγαζαν ψαριές με τη σέσουλα. Τις απογευματινές ώρες, αυτό το ιδιότυπο κοινόβιο ζούσε τις κοινωνικές του στιγμές. Με αίσθημα ευφορίας που πήγαζε από τον κορεσμό της πείνας μας, συγκεντρωνόμασταν γύρω από τη φωτιά, άλλος για να απολεπίσει τα ψάρια, άλλος για να τα ψήσει, άλλος για να φτιάξει σαλάτες, άλλος για να πάρει τη βάρκα και να φέρει κρασιά από το Σαρακήνικο. Tα γλέντια που ακολουθούσαν κράταγαν ως τα ξημερώματα και δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα πανηγύρια προς τιμήν του τοπικού άγιου. Στο δικό μας μέρος τον τιμούσαμε δεόντως· κάθε μέρα του Άι Γιαννιού.
Μετά το Δεκαπενταύγουστο σαν κάτι να άλλαξε. Έφυγαν τα παιδιά της Καλών Τεχνών, που με την ευρηματικότητα και το κέφι τους αποτελούσαν την ψυχή του κοινόβιου. Ο καιρός σαν να ψύχρανε κι εγώ έχασα τον αστράγαλό μου. Το πόδι μου πρήστηκε από το τσίμπημα ενός μπάμπουρα, έγινε νταούλι. Μάταια έψαχνα να βρω τον αστράγαλό μου κάτω από το πρήξιμο. Πότε είχε περάσει κιόλας ένας μήνας; Κύλησε σα νεράκι. Είχα χάσει την ταυτότητά μου, την υπόστασή μου, είχα μεταμορφωθεί κι εγώ σε μπάμπουρα, σε σκαθάρι που έτρεχε στην άμμο.
Μοναδική συντροφιά είχα μια μαύρη ελαφρόπετρα από τη Σαντορίνη. Στην πορώδη της επιφάνεια η φύση είχε χαράξει τον ιστό μιας αράχνης, που με πονηριά είχε παγιδέψει το θύμα της. Την είχα μαζί μου όπου πήγαινα. Τη κράταγα στην παλάμη μου και της μεταβίβαζα την ενέργειά μου. Καμιά φορά της μιλούσα, έχοντας την εντύπωση πως με καταλάβαινε, πως δεχόταν ό,τι της έλεγα με βουβή συγκατάβαση. Μπορεί να ήμουν ανιμιστής, ποιος ξέρει; Αυτή η πετρούλα ήταν ενθύμιο από τη Σαντορίνη, όταν την είχα πρωτοεπισκεφτεί. Θα ήταν το πρώτο που θα της επέστρεφα, όταν θα την ξανάβλεπα.
Πότε;
Είχα τρία χρόνια να πάω στη Σαντορίνη, στην Οία, το μικρό χωριό στη βόρεια πλευρά της. Όταν είδα τα άσπρα σπίτια χτισμένα πάνω στον γκρεμό, τα ονόμασα «Οι κρεμαστοί κήποι του Αιγαίου», ένα από τα εφτά θαύματα του σύγχρονου κόσμου. Τρία χρόνια, τρία ολόκληρα χρόνια μακριά από τους κρεμαστούς κήπους. Δεν έμεινα πολύ τότε, πέντε έξι μέρες όλες κι όλες, που όμως ήταν αρκετές για να αλλάξουν τη ζωή μου. Εκεί πάλεψα με τον παλιό μου εαυτό, εκεί αποποιήθηκα τον πετυχημένο μεσοαστό, εκεί αποφάσισα να κάνω μια νέα αρχή. Μέσα μου γκρεμίστηκαν όσα ήταν προορισμένα να γκρεμιστούν ώστε να δημιουργηθεί χώρος για να χτιστούν άλλα.
Μέχρι τότε, ο Γιώργος ο Pώμας είχε όλα όσα επιθυμούσε. Τη γυναίκα που τον αγαπούσε, το σπίτι του ζεστό σαν φωλιά, τη δουλειά του κάτω από ιδανικές συνθήκες. Ήταν βιβλιοθηκάριος σε Μουσείο· πάντα ο Γιώργος Ρώμας ονειρευόταν τέτοια δουλειά. Ξεσκόνιζε τόμους σε ψηλά ράφια, ταξινομούσε συλλογές, παραλάμβανε καινούργια βιβλία, και στα ενδιάμεσα χωνόταν μέσα σε σελίδες που τον ταξίδευαν. Κι όμως, μετά τις αποφάσεις που πήρε στην Οία, ο Γιώργος Pώμας γύρισε πίσω και τα τίναξε όλα στον αέρα. Άφησε το σπίτι του, έφυγε από τη δουλειά του, χώρισε τη γυναίκα του. Δεν ήταν άνθρωπος της εστίας. Δεν του ταίριαζε το βόλεμα και η επανάληψη. Η σταθερότητα τού προξενούσε θλίψη. Του ταίριαζε η κίνηση, η εναλλαγή προσώπων και παραστάσεων, η έκπληξη κάθε μέρας.
Μιλούσα για αυτόν τον παλιό Γιώργο Pώμα λες και ήταν κάποιος άλλος. Δεν είχα κι άδικο. Έκτοτε είχα βιώσει μια τριετία πολύ πιο λιτή από άποψη υλικών απολαβών, αλλά πολύ πιο γοητευτική στο σύνολό της. Η ζωή μου, που παλιότερα ήταν γεμάτη εκκρεμότητες, είχε απλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ένιωθα πως είχα βρει τον αληθινό μου εαυτό. Μετά από το δύσκολο χρόνο προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, είδα την ορθότητα των επιλογών μου και δεν έπαψα να ευγνωμονώ την Οία που μου ενέπνευσε αυτήν τη διάθεση. Όπου και να βρισκόμουν, έκανα συγκρίσεις μαζί της. Στην Οία, τα τέσσερα στοιχεία βρίσκονταν στην πλέον απαστράπτουσα μορφή τους: το νερό με το απύθμενο βάθος, που λέγεται ότι έκρυβε τα ερείπια της μυθικής Ατλαντίδας. Η γη, μαύρη και πένθιμη σαν γριά χήρα, άλλες φορές επιδείκνυε τις πληγές της κι άλλες τις κάλυπτε σαν ξεπεσμένη αριστοκράτισσα. Όσο για τη φωτιά που φυλασσόταν στα σπλάχνα του ηφαιστείου, λαμπάδιαζε και στις καρδιές των ανθρώπων. Τέλος υπήρχε ο αέρας, με τον οποίο είχα αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση· του μίλαγα και προσπαθούσα να κατευνάσω το μένος του.
Ξαφνικά, μου φάνηκε πως η Γαύδος δεν διέθετε τίποτε απρόσμενο, τίποτα συναρπαστικό. Είχε ωριμάσει ο χρόνος για την επιστροφή μου στην Οία. Την επόμενη κιόλας μέρα βρισκόμουν στο καραβάκι που με αποβίβασε στην Παλαιοχώρα. Από εκεί πήρα το λεωφορείο για τα Χανιά και στη συνέχεια το λεωφορείο για το λιμάνι του Ηρακλείου.
Μπήκα στο πλοίο για τη Σαντορίνη. Στη διαδρομή μάς βρήκε φουρτούνα. Το καράβι άρχισε να τρίζει και να αναστενάζει. Η καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα. Δεν ήταν από τη θαλασσοταραχή, όχι, από ένα αίσθημα πιο σύνθετο, κάτι ανάμεσα στην αγωνία και την εγκατάλειψη σε όσα φέρνει ο χρόνος. Είχα τυλιχτεί με τον υπνόσακό μου στο κατάστρωμα και περίμενα να δω τη Σαντορίνη να ξεπροβάλλει μέσα από τα κύματα.
Επέστρεφα εκεί απ’ όπου είχα ξεκινήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου