Ζωή
Τα νεύρα μου έχουν τσακιστεί, στις φλέβες
βράζει το αίμα, πύρινο υγρό
αναπηδά στα χείλη όπου υποδύεται μετά
το ξεφάντωμα όλων των γλεντιών.
Να γελάσω ποθώ· τα βάσανα
που δεν λέω πως υποτάσσονται στο θέλημά μου,
σήμερα μαζί μου δεν παίζουν και παίζω εγώ
με τη γαλάζια θλίψη που τα ’χει γεμίσει.
Ο κόσμος πάλλει· την αρμονία του όλη
τόσο τη νιώθω δονούμενη που δικό μου κάνω
όσο έχει πιοτί στη γητεύτρα μπαλάντα του.
Είναι που το παράθυρο άνοιξα πριν από λίγο
και στα λεπτεπίλεπτα φτερά του αγέρα
μου έχει φέρει τον ήλιο της η Άνοιξη!
(Η ανησυχία της τριανταφυλλιάς, 1916)
**************************
Έτσι
Έτσι το βιβλίο έφτιαξα:
στενάζοντας, κλαίγοντας, κάνοντας όνειρα, αχ, η καημένη.
Πεταλούδα θλιμμένη, ανελέητη λέαινα,
έδωσα φώτα και ίσκιους, όλα μεμιάς.
Όταν λέαινα ήμουνα ποτέ δεν θυμήθηκα
πώς μπόρεσα κάποτε πεταλούδα να είμαι.
Σαν ήμουν πεταλούδα δεν πέρασε ποτέ απ’ τον νου
πως θα χτυπούσα μια μέρα με δόντια και νύχια γαμψά.
Κάποιες φορές μαζεμένη κι άλλοτε δίνοντας σάλτα
τη ζωή μου ματώσανε και ματώνοντας φόνευσα.
Ξέρω πως, είτε περιστέρι είτε βαρύ κυπαρίσσι
είτε βλαστημένο φυτό, έκλαψα ξανά και ξανά.
Είτε δοκιμάζοντας αλάτι είτε κλέβοντας μέλι
τα μάτια μου κλάψαν μέχρι εκεί που άλλο δεν πήγαινε.
Είναι οπότε το ίδιο, το ’χω μάθει καλά.
Να ’μαι ρόδο ή αγκάθι, να ’μαι φαρμάκι ή νέκταρ.
Έτσι πάω σκυμμένη με τη δύστροπη δίψα μου
κήπους κλαδεύοντας κάθε λογής.
(Η γλυκιά ζημιά, 1918)
************************
Μικρό μου ανθρωπάκι
Μικρό μου ανθρωπάκι, μικρό μου ανθρωπάκι
λευτέρωσε το καναρίνι σου που θέλει να πετάξει…
Εγώ είμαι το καναρίνι, μικρό μου ανθρωπάκι,
να σηκωθώ άφησέ με.
Στο κλουβί σου βρέθηκα, μικρό μου ανθρωπάκι,
μικρό μου ανθρωπάκι που φράξιμο μου δίνεις.
Σε λέω ανθρωπάκι γιατί δεν με καταλαβαίνεις
κι ούτε θα καταλάβεις.
Κι εγώ δεν σε καταλαβαίνω, αλλά στο μεταξύ
το κλουβί μου άνοιξε που να ξεφύγω θέλω·
μικρό μου ανθρωπάκι μισής ώρας αγάπη,
άλλα μη μου ζητάς.
(Αναπόφευκτα, 1919)
*********************
Κουβέντες στη μάνα μου
Όχι δεν σε ρωτώ τις μεγάλες αλήθειες αφού
δεν θα ’χες απάντηση˙ απλά ψάχνω να βρω
αν, όταν με κυοφορούσες, ήταν μάρτυρας η σελήνη,
στις άφεγγες ανθισμένες αυλές, κάνοντας βόλτες.
Και αν, όταν, στον κόρφο σου από λατίνικα πάθη,
εγώ κοιμόμουν ακούγοντας, μια βραχνή ηχηρή θάλασσα
τα βράδια σε κοίμισε, και κοίταξες, στο χρυσάφι
του δειλινού, να βυθίζονται τα θαλασσοπούλια.
Γιατί η ψυχή είναι όλη από φαντασία, ταξιδιάρα,
και την τυλίγει ένα νεφέλωμα ανάλαφρης τρέλας
όταν το νιο φεγγάρι σηκώνεται στον γαλανό ουρανό.
Και τέρπεται, αν τα έντονα θυμιατά της ανοίγει η θάλασσα,
νανουρισμένη σ’ ένα φωτεινό ναυτικό τραγούδι
να θωρεί τα μεγάλα πουλιά που περνούν δίχως προορισμό
(Ώχρα, 1925)
Πηγή: Alfonsina Storni, Όπως η λύκαινα είμαι εγώ… 100+1 ποιήματα, εισαγωγή- μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας, εκδ. ενύπνιο, 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου