- Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη, στον αέρα βολόδερνε,
έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,
ώσπου η νύχτα σιγά σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.
Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι
νέκρα απλωνόταν παντού
και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του
πάνω στο χιόνι.
-Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·
και ήταν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.
- Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι
-μνημόσυνο ποιητού-
και μαζεύτηκαν πέντ' έξι εφτά -ποιητές κι αυτοί-
και διάβαζαν, διάβαζαν ποιήματα του χαμένου,
και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και ξανά.
Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου