Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Κώστας Κρεμμύδας - Δύο ποιήματα

 Το ψωμί της μάνας μου

στον Χρήστο Χαρτοματσίδη

Λύγιζε κάθε τόσο η μάνα μου
σκυμμένη πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί ανάπηρο τουμπανιασμένο
και πόσο κόκκινο-φωτιά θεέ μου
ανάμεσα στο ολόλευκο αλεύρι.

Λιώνει η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν να χιονίζει μέσα στην κουζίνα
Και πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα τρέχουν
η μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
εγώ ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
οι κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της

Μετά από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
να κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας σκελετός που φέγγιζε μεσ’ στο δωμάτιο
Μόνο το χέρι της έμενε κόκκινο κατακόκκινο
φωτιά που ζέσταινε τα δάκρυά της
σταγόνα τη σταγόνα να κυλά απαλά
μέσα στην πλαστική λεκάνη
Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας

Και πάλι η Βραΐλα στο δρόμο μας- 

«Άνθρωποι, άνθρωποι… Προς τι το αίμα; Προς τι το μίσος και η αλληλοεξόντωσις; Προς τι ο αλληλοσπαραγμός; Όλοι άνθρωποι είμαστε, εξαρτήματα του Σύμπαντος… Για όλους υπάρχει Γη για όλους υπάρχει Ήλιος… Θεμέλιο της ευτυχίας η δικαιοσύνη και η αγάπη. Μοίρα κοινή των ανθρώπων ο θάνατος» …ακούω τη φωνή του Τσαγανέα στη μακρινή Βραΐλα να μπλέκει με τις νότες του Ιάννη Ξενάκη στης μουσικής τούς φυσικούς της νόμους που αφουγκράζονται το θρόισμα των φύλλων, την οχλοβοή μιας διαδήλωσης, το τερέτισμα των τζιτζικιών και τα πολυβόλα του κόσμου μας.

Γαλαξίες και πλήθη συρρέουν μάζες σε Μεταστάσεις για 61 όργανα κι ερπύστριες που ποδοπατούν τα οδοφράγματα αφήνοντας τέττιγες κι ανθρώπους πλημυρισμένους στο αίμα. Μια αίσθηση κινούμενων σχεδίων πλέουν τα λιμάνια του Παναΐτ Ιστράτι ανάμεσα Κεφαλονιάς και Δούναβη. Πολλά τα γραφτά που θα μείνουν αδιάβαστα γιατί οι λέξεις σβήστηκαν, οι γραφομηχανές σκούριασαν, τα χέρια έμεινα άκαμπτα σε θέση προσευχής δίχως κανείς ν’ ακούσει.

Το αδιέξοδο της μουσικής στο μέσα δράμα του Βιτσέντζου Κορνάρου για μια ανέξοδη θυσία του Αβραάμ, του Νίκου, του Γιώργου, της Ρένας, της Λενιώς, όσων αναχωρούν ιπτάμενοι στα αστέρια αφήνοντας το αίμα καταγής σαν ξεραμένο στάχυ.

Κι όμως ο Δούναβης θα ρέει, τα πλοία θα συνεχίζουν τα ταξίδια τους, στης Βραΐλας το θέατρο οι νέες παραστάσεις φέρνουν ζωή, κόσμος πολύς στη βίλα του Εμπειρίκου, εμείς χαμένοι στα χαρτιά μας θα ψάχνουμε την ιστορία για να ερμηνεύσουμε τα μυστήρια για να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε χαράματα με χαραγμένη τη μορφή σου πάνω στο τίποτα στο πουθενά και στο παντού να επιπλέει και να χάνεται.

Πηγή: https://mandragoras-magazine.gr/%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CE%B4%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/12027

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου