[Εξαίρεση χωρίς σημασία]
Αναποφάσιστα αισθήματα, κινήσεις, γεγονότα. Το βράδυ
είχε ένα κίτρινο χρώμα σαν ένα ποτήρι λεμονάδα
πού πίνει ό τυφλός μπροστά στο παράθυρο. Εκείνος
δεν ήξερε που να πατήσει — στο χαλί; στα πλακάκια; Του το ‘πα:
θα πεθάνεις κι εσύ. Δε με πίστεψε. Τώρα οι γυναίκες
γερνάνε μονομιάς. Δεν καλοβλέπουν. Τρυπούν το δάχτυλο τους
με τη μεγάλη βελόνα, όπως μπαλώνουν, καθισμένες στο κρεβάτι,
μια στρατιωτική, πολύ μακριά, βαμμένη χλαίνη. Στέκουν,
βυζαίνουνε το δάχτυλο τους, απορούν, κοιτούν την καρέκλα,
κοιτούν την κουρτίνα να τούς πει. Χάνουν Κάι τη βελόνα φοβούνται
μη Κάι μπηχτεί στα μεριά τους, στον ύπνο τους. Μόνον εγώ
πού το ‘ξερα — λέει — από πριν, μόνον εγώ είμαι νέος.
Αθήνα, 5. Χ. 72
[Αυτό που ακούγεται πάντα]
Μέρα τη μέρα πιο μόνος, πιο μειλίχιος. Δε βγαίνει. Κοιτάει
απ’ το παράθυρο τα μαγαζιά, τ’ ανθοπωλείο, το σκυλί. Δε βλέπει.
Έχει μιαν έκφραση κουφού που κάνει τάχατε πώς έχει ακούσει,
κι όλοι το ξέρουν, όπως κι ό ίδιος, μια και μιλάει πιο δυνατά
εκεί ακριβώς πού δεν πρέπει καθόλου. Το χαμόγελο του
γίνεται τότε πιο περίλυπο, πιο ηλίθιο, πιο βαθύ το τυλίγει
με προσοχή στο τρύπιο τσιγαρόχαρτο τ’ αφήνει στο νιπτήρα,
σ’ εκείνον το μαρμάρινο νιπτήρα τού παλιού σπιτιού του. Ωστόσο,
τη νύχτα, έξω απ’ την πόρτα μας, πρώτος αυτός είναι πού ακούει
τί γυμνό βρέφος πού χουν παρατήσει μέσα στη μεγάλη αρβύλα.
Αθήνα, 5. Χ. 72
[Πρωινή αντινομία]
Ξημέρωσε ένα ήσυχο πρωινό, τόσο διάφανο σαν ένα δάκρυ
σταματημένο στο πρόσωπο της γυναίκας πού κοιμόταν ακόμη.
Πάνω στην πολυθρόνα τα δυό χέρια τού αργυραμοιβού κομμένα.
Τα γνώρισα αμέσως παρ’ ότι δε μοιάζαν το ‘να με τ’ άλλο —
το ‘να απ’ το σιδερένιο δαχτυλίδι, τ’ άλλο απ’ τη χτεσινή γρατζουνιά.
Κι αντίκρυ, στο παράθυρο, πίσω απ’ τα λίγα φύλλα τού δέντρου,
έλαμψε φευγαλέος, ολόχρυσος, ό γυμνός ώμος τού φονιά.
[Αθήνα, 22.XI.72]
[Μικρή σονάτα]
Άξαφνο τω κεφάλι του πιανίστα απόγειρε κι έμεινε
πάνω στα πλήκτρα, κάπως λοξά. Ό βιολιστής
συνέχισε μόνος του, χωρίς να κοιτάει
τους θαμώνες ή τα γκαρσόνια. Οι νικελένιοι δίσκοι
λάμπαν ασάλευτοι στον αέρα καθρεφτίζοντας
μια μεγάλη σειρά μαύρα αναλόγια ως μέσα
στη γυναικεία τουαλέτα όπου χτενίζονταν
οι τρεις ωραίες κυρίες με κόκκινες τσατσάρες.
Η συγχορδία της διακοπής έσβηνε στα μαλλιά τους.
Αθήνα, 16.Χ.72
[Το ποίημα κι ο ποιητής]
Εκείνο το ποίημα τ’ άκουσες; Είδες τη γλώσσα της τίγρης
μες στο κλουβί; — κόκκινη γλώσσα, δηλητηριώδης, ανάμεσα
στα αιχμηρά κατάλευκα δόντια της. Η μέρα απλωνόταν
στα πέτρινα σκαλιά της εκκλησίας. Οι τρεις τυφλοί
με τα καπέλα τους στα γόνατά τους, ξεχασμένοι,
άναψαν τσιγάρο και το ‘σβησαν αμέσως. Αργότερα
πέρασε ο αρκουδιάρης με το ντέφι του βαμμένο στο λιόγερμα
κόκκινο, κατακόκκινο σαν αίμα. Τα παιδιά δε μαζεύτηκαν.
Είδες τη γλώσσα της τίγρης, το βράδυ, να γλείφει το βρέφος της
μες στο ίδιο κλουβί, φωτισμένο απ’ τ’ απέναντι φώτα
των δυο εστιατορίων και του μεγάλου κλειστού ανθοπωλείου;
Εγώ τους το ‘πα από πριν, — δε γελάστηκα μήτε τους γέλασα.
Αθήνα, 16.Χ.72
[Αντιδικία]
Κείνο το πρόσωπο, πίσω απ’ το τζάμι, χωρίς καμιά σύσπαση,
παρ’ ότι κοίταζε μέσα στο ξένο σπίτι, μια ήσυχη νύχτα, —
θυμάμαι οι άλλοι δεν το ‘χαν προσέξει. Ένιωσα μόνος
σαν ένα καπέλο ξεχασμένο στο παγκάκι τού κήπου
που εντός του πάγωνε λίγο λίγο θολωτός ο αγέρας, ενώ
μια μαύρη πεταλούδα ήταν καρφιτσωμένη στο φεγγάρι.
Το ‘δα κι αυτό πάνω στο τζάμι, την ώρα πού ό Αλέκος
έλεγε με αδικαιολόγητα έντονη φωνή: «καμιά αλλαγή,
καμιά αλλαγή χωρίς αίμα». Κατάλαβα τότε πώς κι εκείνος
το ‘χε προσέξει και γι’ αυτό αντιδικούσε μαζί μου.
Αθήνα, 21.XI. 72
ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ
Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας από τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό
τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις —ψιθύρισε— εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή
σου.
Αθήνα, 28.ΙΧ.72
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΕΡΙΑ
Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.
Κάλαμος, 15.Χ.72
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ώρες κοιτούσε το κομμένο χέρι του αγάλματος —μονάχα ένα
χέρι
σταματημένο σε μιαν ήσυχη χειρονομία ανασυγκρότησης
ολόκληρου του σώματός του. Έτσι, ίσως να ‘χε μάθει
το βαθύ μυστικό που δε θα ‘πρεπε κι αυτός να το πει. Κι άλλωστε
ποιος θα μπορούσε, και πώς, να το πει; Η ποίηση —είπε—
αρχίζει πάντοτε πριν απ’ τις λέξεις ή μετά τις λέξεις. Τότε
είδαμε το πουλί που βγήκε απ’ το κομμένο χέρι κι έκατσε στο
ψωμί.
Αθήνα, 18.Χ.72
[Ρίτσος Γιάννης, Γραφή τυφλού, Αθήνα, Κέδρος, 1979]
Πηγές: https://www.bibliotheque.gr/article/82083
https://frear.gr/?p=7111
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου