Αλήθεια, η κάψα είναι πολλή,
μα μην αναστενάξης,
μόν’ πες πως πας στη σύναξη
της υστερνής σου τάξης.
Τούτο δεν ήταν το στενό
και τούτο το λιοπύρι;
–μα η ζέστα ήταν ξεφάντωμα
κ’ η λαύρα πανηγύρι.
Ένα χαμοπαράθυρο
κατά τον ήλιο εκλειούσε
κι’ από τις γρίλλιες κατά γης
το φως σταλοβολούσε…
Θυμάσαι; Εδώθε διάβαινες
όταν κινούσες, όταν
στο ασβολερό το γύφτικο
τ’ αμμόνι ονειρευόταν.
Πες, πες, στο σπίτι εκεί βαθειά,
στα μέσα απ’ το μπαλκόνι,
κάθεται ακόμα η μάννα σου
σκυφτή, και σε μπαλλώνει·
και πες, πες, στα παράθυρα
της υστερνής σου τάξης
κρέμονται τα τριαντάφυλλα
–και πας να τα συνάξης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου