[Αποχαιρετισμοί στη μουσική]
Ι
Τ᾿ όνειρό μου πιά δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου και γυρνώ στην επάνω,
μόνον ένα πιά μου μένει: να τη πω και να πεθάνω…
Κι όμως καν αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να τη πω και μου παιδεύει τη ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ᾿ άχαρά μου χείλη δε τη πρόφεραν ακόμα,
θα τη πάρω και σα ξένοι θα χαθούμε μεσ᾿ στο χώμα…
ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ κι ήσαν όλοι γύρω μόνοι
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μεσ᾿ στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που καρφώσαν τα καρφιά μου…
Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ᾿ είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
Κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μεσ᾿ στο θάνατό μου…
[Αποχαιρετισμός]
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.
Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου – κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ᾿ είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
– κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…
[Αποχαιρετιστήριο]
Ι
Το γράμμα σου τ᾿ αποψινό με βρήκε λυπημένο·
-Μη λες πως ήταν αφορμή τ᾿ οργίλο σου γραφτό:
Λες κι από πριν, κάποια φωνή, μου το ῾χεν ειπωμένο.
Δε θλίβομαι γι᾿ αυτό.
Έτυχεν, όμως, η βραδιά τόσο βουβά να σβήσει
κι ο ήλιος, μακρυά, τόσο θλιβά να χάνεται μαζί…
Τέτοιες βραδιές, η σκέψη μου, που νοσταλγεί κι εκείνη,
δε θα ῾θελε να ζεί!
Κι εξάλλου, λες για πράματα, που ῾γω δε βρίσκω βάση:
λόγια γραμμένα βιαστικά, με πείσμα και χολή·
εκείνος που τα λόγια σου τα πριν, έχει διαβάσει,
θα ξαφνιαστεί πολύ…
Μου λες πως «κυλιστήκαμε στο βόρβορο», φαντάσου!
Κι εγώ που το ῾χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό,
πως η καρδιά μου στάθηκε, στα πλάνα βήματά σου,
σαν άστρο φεγγερό!
Το γράμμα σου τ᾿ αποψινό, με βρήκε λυπημένο,
λες κι η καρδιά μου, σαν ανθός, για πάντα έχει σαπεί.
Κι όσο για ῾κείνο που μου λες: «σαν άγνωστος θα μένω»,
δε ξέρω τι θα πει…
ΙΙ
Το βράδυ που σ᾿ αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι·
Τα φύλλα, μόλις πρόβαλλαν επάνω στα κλαριά,
- κι ούτε θυμάμαι να σού πω, τι μ᾿ είχε, τότε, φέρει,
σ' εκείνη τη μεριά.
Θυμάμαι, μόνο, που ῾σερνα το βήμα το νωθρό μου,
και το μυαλό μου γύριζε σε πράματα παλιά,
την ώρα που σ᾿ απάντησα, να στέκεσαι στου δρόμου
τα πέτρινα σκαλιά.
Τη νύχτα εκείνη, την τρελή, τη νύχτα τη μεγάλη,
να στη θυμίσω τώρα ῾δω, το βρίσκω περιττό:
«Τα περασμένα πέρασαν, μη τα θυμάσαι πάλι»,
μας λέει το ρητό…
Κι όμως, κι εσύ μ᾿ αγάπησες βαθύτατα, - το νιώθω
και ξέρω ακόμα, πως, συχνά, μου το ῾χες ορκιστεί,
πως όσο κι αν μαραίναμε το πρώτο μας τον πόθο,
θα μέναμε πιστοί!
Μια και δεν ήταν να σταθείς σ' εκείνα που είχες τάξει,
τότε γιατί, το λόγο αυτό, μ᾿ ανάγκασες να πω;
Τον όρκο σου τον πάτησες, μα ῾γω δεν έχω αλλάξει,
κι ακόμα σ᾿ αγαπώ!
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/67469
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου