ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ
Στον Λουίς Μανουέλ ντε λα Πράδα
Δεν ξέρω πως ήρθαν έτσι τα πράγματα κιʼαν έγιναν καταπώς τα αφηγείται και τα ιστορεί ο θείος Ηρόδοτος-πάντως στο βάθος φοβόμουν, γιατί όπου και να κινούσα το στρατό, όλα μου πήγαιναν καλά και κατʼευχήν που λένε. Χίλιες φορές μʼ ευνόησαν οι Μοίρες και μʼαρνήθηκαν οι συμφορές κιʼ ίσως αυτό να ήταν που δεν άρεσε στον Άμαση,τον εκλεκτό μου σύμμαχο και φίλο.¨Έπιασε το λοιπόν κιʼ εσύνταξε και μου ΄στειλε σʼ ένα χαρτί από πάπυρο ακριβό, μια τελευταία κιʼ ολιγόλογη επιστολή, όπου, ανεξήγητα, μου έλεγε πώς κάπου εδώ τελειώνει κι η μεγάλη μας φιλία. “Ανεξήγητο,ανεξήγητο” έλεγα και χειρονομούσα ανήσυχος εκείνο το εξαίσιο ανοιξιάτικο απόγευμα, λίγο μετά την καθιερωμένη μου επιθεώρηση στους θησαυρούς, χωρίς να ξέρω βέβαια πως ο Οροίτης εσχεδίαζε το θάνατό μου από μακριά, την ώρα που με λόγια περιπαιχτικά τον πλήγωνε και τον ονείδιζε στον κήπο του, την κραταιά μου δόξα διηγούμενος, αυτός ο άθλιος, ο Πέρσης Μητροβάτης.
Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
Στον Χουάν ντε Λόξα
Ο πατέρας μου ονειρευόταν στη μέση του χωραφιού. Η ομορφιά και η δύναμη των ονείρων του αρκούσαν για να κελαιδήσουν όλα τα λυπημένα πουλιά,να χτυπηθούν ο δάκος και ο περονόσπορος,να ξανανθίσουν γιʼ άλλη μια φορά τα δέντρα.Τα όνειρα του πατέρα μου,τα λυπημένα πουλιά, ό δάκος και ο περονόσπoρος κιʼοι νέοι ανθοί στα δέντρα, αποτελούσαν έναν αδιάσπαστο κύκλο που η τελική του ηθική αναγωγή έφτανε ως και τον Ηράκλειτο,τον Εμπεδοκλή και τον Παρμενίδη.Ο πατέρας μου ονειρευόταν στη μέση του χωραφιού.Εγώ στη μέση ενός δωματίου.Η δύναμη και η ομορφιά των ονείρων μου είναι απʼ ότι φαίνεται άλλης τάξεως.Γιʼαυτό συνήθως καταλήγω σʼ ένα πονεμένο Ω! για την ιλαροτραγωδία του αποσπασμένου από τη Φύση σύγχρονου κόσμου.Κι αφού ένα μέρος του είμαι κι εγώ,ο κύκλος των αντικειμένων μου και των βιβλίων μου δεν έχει καμιά φυσική αναγωγή,δεν είναι εύκολο να προκαλέσει έστω ένα κελάηδημα πουλιού, και φυσικά, είναι εντελώς αδύνατο, να προφυλάξει έναν θέσει μεταφυσικό, από τη θλίψη και την ασυναρτησία του κόσμου.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ
Στον Χοσέ Γκουτιέρεθ
Oδύσσεια,XI(223-224)
Αν θυμάμαι καλά, όταν ήμουν παιδί, συλλογιζόμουνα επίμονα τον Οδυσσέα. Ζούσα τότε τη μέρα, σαν όνειρο, κατάντικρυ στη θάλασσα, καθισμένος στις άκρες των βράχων, διαβάζοντας Όμηρο, σχεδιάζοντας τα δικά μου ταξίδια. Κάποτε, έτυχε να σμίξουμε στο ίδιο πλήρωμα, στα ίδια δρομολόγια, στα ίδια μυθικά λιμάνια. Είχαμε φαίνεται κι οι δυο στο βλέμμα μας την ίδια αίσθηση, εκείνη τη βαθύτερη αίσθηση της νοσταλγίας. Πάει καιρός από τότε κι ο Οδυσσέας της νιότης μου, που τόσα και τόσα με δίδαξε στη ζωή, έχει αλλάξει ολότελα. Τις νύχτες έρχεται ανήσυχος στη γέφυρα και με κοιτάζει παράξενα• ιδιαίτερα με κοιτάζει παράξενα όταν δεν βρίσκουμε το δρόμο μας, τις ώρες της θαλασσοταραχής, ίσως ζητώντας μου βοήθεια, ίσως ζητώντας να του πω μια λέξη. Πάει καιρός από τότε• κι’ όμως δεν ξέρω τι θaήθελα να του πω. Μπορεί να του μιλήσω ένα βράδυ με αστροφεγγιά• μπορεί και να του πω για κάτι που είναι απίθανο στις μέρες μας. Για κείνο το μακρύ υφαντό της Πηνελόπης του, που ετοιμάζει την επιστροφή, ή, και για μερικούς ανθρώπους που κουράστηκαν, που έχασαν οριστικά την άλλη αίσθηση, εκείνη τη βαθύτερη αίσθηση της νοσταλγίας.
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ
Στον Γιάννη Ρίτσο
Στη νύχτα μου ο φόβος. Χθες βράδυ μόλις, έγινα φονιάς, σκοτώνοντας για εκδίκηση τη θλιβερή μου μάνα. Ήτανε τόσο φοβισμένη και δειλή, που έτρεμε όπως το δεντρί την ώρα που το πελεκάει ο ξυλοκόπος. Δεν ήθελα να ξαναδώ τη μαύρη λάμψη απʼ το μίασμα που χε βαθιά στα μάτια. Βύθισα με μανία το μαχαίρι μου μέσα στα στήθη τα ζεστά κιʼ ευθύς ξεπήδησε σαν ποταμός το μολυσμένο αίμα. Έγειρε τότε ξέπνοη επάνω στο χαλί κιʼ απόμεινε εκειδά μια δελεαστική βορά για τα σκυλιά και τα σαγόνια του Άδη. Μα να που τώρα ανεβοκατεβαίνω έξαλλος μέσα στης νύχτας τις καταπακτές, προσμένοντας απʼ τους θεούς μια δροσερή βροχή να ξεπλυθώ, κάτι σαν τελική και δίκαιη εξιλέωση από το φοβερό το μίασμα του μητροκτόνου. Εμένα, μʼ έμαθαν από μικρό οι συμφορές να ξεχωρίζω στη στιγμή όλους τους δίκαιους τους καθαρμούς και πότε είναι η ώρα που αρμόζει να μιλώ και πότε να σωπαίνω. Κιʼ αν ήμουνα ως το τέλος για όλους σας ο εκδικητής κι ο χαλαστής, ο λυτρωτής του Άργους, για μένανε ίσως νάτανε γραφτό να μην υπάρχει πια ησυχασμός, χαμόγελο, χαρά, ούτε γαλήνη του ύπνου.
Από τη συλλογή Η έκπληξη της κάθε μέρας, Εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα, 1992.
Πηγή: https://exitirion.wordpress.com/2018/09/25/%CF%83%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-iv-poema-jose-antonio-moreno-jurado/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου