Πόσο απελπισμένη απομένει η θάλασσα
όταν βρέχει και τα φώτα χάνονται
απ' τις ακτές, ο ουρανός κατεβαίνει,
τα καράβια σφυρίζουν
χωρίς συντροφιά. Πόσο
γρήγορα κλείνουν τα μπαρ κι ανοίγουν
κι αρπάζουν τα σπίτια: Η φωτιά στο μισόσβηστο
τζάκι, το αναμένο κερί που φοβάται, το γράμμα
σε ποιον να σταλεί;
Νύχτα έρχεται' κοίτα, η βροχή την ξεπλένει
κι οι δρόμοι φεγγίζουν στις λάμπες του δρόμου.
Εκεί θα με βρεις, στο κατάστρωμα, εκεί θα με βρεις
να επιμένω,
με πρόσωπο υγρό σαν τα χείλη σου, μ' αχόρταγα μάτια
για ωραία κορμιά που ανασταίνουν μοιραίους χαμούς.
Πηγή: Διαγώνιος, τ. 5, Μάιος- Αύγουστος 1980.
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου