Δι᾽ ἕνα ἀπρόσεκτον λόγον, διὰ μίαν ἐλαφρὰν κακολογίαν, τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο πρόθυμοι ὀχετοί, ὅπως μεταβιβάζωσι μεγαλοποιημένην συνήθως εἰς τὸ ἐνδιαφερόμενον πρόσωπον, ἦσαν ἱκαναὶ νὰ μὴν ὁμιληθοῦν ἰσοβίως. «Οὔτε τὰ κόκκαλά μας νὰ μὴ σμίξουν», ἦτο ἡ πολεμικὴ κραυγὴ εἰς τὰς τάξεις τῶν γυναικῶν. Ἡ θεια-Συνοδιὰ εἶχεν ἰδεῖ μίαν νύκτα τρομακτικὸν ὄνειρον, τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο σωστὴ ὀπτασία, ἂν δὲν τὸ εἶχεν ἀπὸ πρὶν εἰς τὸν νοῦν της. Ἀπεκοιμήθη μίαν ἑσπέραν ἐλαφρά, ὑποψιθυρίζουσα καθ᾽ ἑαυτὴν τὴν λέξιν ταύτην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐκσφενδονίσει τὴν ἰδίαν ἡμέραν μία συγγενὴς ἐχθρά της, «Οὔτε τὰ κόκκαλά μας νὰ μὴ σμίξουν!» Ἀπεκοιμήθη καὶ ἐνθυμεῖτο τὸ κοιμητήρι, τὸ ὀστεοφυλάκιον τοῦ παλαιοῦ νεκροταφείου τῆς μικρᾶς πόλεως, πλησίον τοῦ ὁποίου συχνὰ ἐπερνοῦσεν, ἐπιστρέφουσα τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸν ἀγρόν της, καὶ ὅπου ἔβλεπε τὰ λευκὰ ἢ κιτρινωπὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν ὅλα φύρδην μίγδην, ὅλα ὁμοῦ κείμενα, χωρὶς νὰ δύναται ὀφθαλμὸς νὰ διακρίνῃ τίνα ἦσαν τὰ ὀστᾶ τῶν ὑπαρξάντων πάλαι ποτὲ φίλων καὶ τίνα τὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἐκεῖ ἐνῷ «ἐλαγοκοιμᾶτο» μόλις, τῆς ἐφάνη ὅτι διήρχετο ἔξωθεν τοῦ κοιμητηρίου, καὶ ἀκούει φοβερὸν κρότον συρράξεως σκληρῶν σωμάτων. Ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ βλέπει τὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν ὀρθά, σηκωμένα ἐπάνω, κινούμενα, τὰ βλέπει νὰ συνταράσσωνται καὶ νὰ κτυπῶνται ἀμοιβαίως. Ἡ ὠλένη ἐκτύπα τὴν ὠλένην, ὁ βραχίων τὸν βραχίονα, ἡ περόνη τὴν περόνην, ἡ πλευρὰ τὴν πλευράν, ὁ σπόνδυλος τὸν σπόνδυλον. Δύο κρανία γυμνά, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν ἐκεῖ ὡς παραπεταμένα, ἴσως διότι δὲν ἠξιώθησαν ἐντίμου ἀνακομιδῆς καὶ τριτοετοῦς μνημοσύνου, κατασυνετρίβησαν ἀπὸ τὴν χάλαζαν τῶν πληγῶν, ὅσας ὑπέστησαν ἀπὸ τὰς ἐξαγριωθείσας κνήμας.
Ελαφροΐσκιωτοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου