Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
« Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες».
Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος· και καθώς αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.
Αρθούρος Ρεμπώ (1854-1891)
Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου