Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Διονύσιος Σολωμός - Η φαρμακωμένη



Τα τραγούδια μου τα `λεγες όλα,
τούτο μόνο δε θέλει το πεις,
τούτο μόνο δε θέλει τ’ ακούσεις
αχ! Τη πλάκα του τάφου κρατείς.

Ώ παρθένα! Αν ημπόρειαν οι κλάψες
πεθαμένου να δώσουν ζωή,
τόσες έκαμα κλάψες για σένα,
που ‘θελ’ έχεις τη πρώτη πνοή.

Συμφορά! Σε θυμούμαι καθόσουν
στο πλευρό μου με πρόσωπο αχνό.
"Τι έχεις;" σου `πα κι εσύ μ’ αποκρίθης:
"Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω".

Με σκληρότατο χέρι το πήρες,
ωραία κόρη κι αυτό το κορμί,
οπού του `πρεπε φόρεμα γάμου,
πικρό σάβανο τώρα φορεί.

Το κορμί σου `κεί μέσα στο τάφο
το στολίζει σεμνή παρθενιά
του κακού σ’ αδικούσεν ο κόσμος
και σου φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσεις,
οχ το στόμα σου τι ’θελε βγει;
"Το φαρμάκι που πήρα κι οι πόνοι
δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί".

Κόσμε ψεύτη! Τες κόρες τες μαύρες
κατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
σκληρέ κόσμε και δε τους λυπάσαι
τη τιμήν όταν είναι νεκρές.

Σώπα, σώπα! Θυμήσου πως έχεις
θυγατέρα, γυναίκ', αδελφή
σώπα! Η μαύρη κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Θα ξυπνήσει την ύστερη μέρα,
εις το κόσμον εμπρός να κριθεί,
και στο Πλάστη κινώντας με σέβας
τα λευκά της τα χέρια, θα πει:

"Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!
Τα φαρμάκωσ’ , αλήθεια, η πικρή,
και μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα,
που πλασμένα μου τα `χες Εσύ!

Όμως κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,
που το κρίμα τους κλαίνε και πες,
πες του κόσμου που φώναξε τόσα,
εδώ μέσα αν ειν’ άλλες πληγές".

Τέτοια, `μπρός εις το Πλάστη κινώντας
τα λευκά της τα χέρια, θα πει.
Σώπα, κόσμε! Κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου