Αν ένα ρόδο απέραντο μου έσκαγε στο στήθος
και, με το που ερχόταν σούρουπο, άνθιζε στα χείλη μου,
θα μ’ άφηνες (ρωτώ) να σου πάρω πέρα τους ίσκιους
–γιατί ζεις σε ίσκιους– με τα διψασμένα μου χέρια
και με άλογα άγρυπνα που καλπάζουν στο κεφάλι μου
να 'ρθω να το αποθέσω απαλά στους νυχτερινούς σου ώμους;
Αν ένα κλαδί φωτιάς μπουμπούκιαζε στη γλώσσα μου,
θα μ’ άφηνες (ρωτώ) να γίνω σαν τον άνεμο τη νύχτα
–τη νύχτα αυτή που κρύβεις στη φωνή και στο σπίτι σου–
να 'ρθω και να σου πω λόγια στη γυμνή σου ράχη;
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου