Ουράκας
10-11-1953, της Μητέρας μου
Πάντερμο στα βόρεια πλάτη του άσπλαχνου Πασιφικού,
μ’ ένα ηφαίστειο π’ από χρόνια κάθε δράση του έχει σβύσει,
δίχως πράσινο που νάχει μες στο χώμα του βλαστήσει,
ψήνεται, το Ουράκας, πάνω στη γραμμή ενός τροπικού.
Τ’ ακρογιάλια του στους αιώνες δεν γνωρίσανε ψαρά,
μες τους όρμους του δεν έχει κάποιο πλεούμενο φουντάρει,
μα ούτε κι’ απ’ τους δυο του κάβους μια παράλλαξη έχει πάρει,
σάμπως νάναι αφορεσμένα τα γαλάζια του νερά.
Μες τα σπήλαια, στις ρωγμές του δεν σαλάγεψε ερπετό,
’πα στα βράχια του ένα αγκάθι δεν εχάρηκε τη ’μέρα
και στης άπνοης πλάσης γύρω τη νεκρώσιμη ατμοσφαίρα,
δεν ακούστηκε ούτε γκιώνη πένθιμο κελαδητό.
Σαν το αγνάντεψα στη βάρδια κι’ ως η δύση ήταν χρυσή,
φόρτωσε τα τρίσβαθά μου τρισαπέραντη συμπόνια
κι’ από τότε, αν και κυλούσαν αδυσώπητα τα χρόνια,
πάντα θέμα ήταν του νου μου το πεντάκληρο νησί.
Κι’ όπως τώρα ενός τυφώνα μαύρη ανήλεη συννεφιά,
σύγκορμη μες απ’ τα μύχια την ψυχή μου έχει ερειπώσει
κι’ όπως αδικίες και πόνοι μ’ έχουν τόσο αποκαρδιώσει,
ωχ! Πώς θάθελα, του Ουράκας, νάμαι η μόνη συντροφιά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου