«Θεέ, ας μου γένει το χατήρι
να πατήσω Γιοκοχάμα
για να κάμω χαρακίρι
με την χρυσαφένια κάμα,
μες το ιερό του Μαγιαντόση
σαν αντάξιος της φυλής μου
κι’ έτσι Θεέ μου να τελειώσει
το μαρτύριο της ψυχής μου.»
να πατήσω Γιοκοχάμα
για να κάμω χαρακίρι
με την χρυσαφένια κάμα,
μες το ιερό του Μαγιαντόση
σαν αντάξιος της φυλής μου
κι’ έτσι Θεέ μου να τελειώσει
το μαρτύριο της ψυχής μου.»
Με σκοτάδι, με φεγγάρι
κάθε αποσπερνό απ’ την πρύμη,
το μακάβριο αυτό τροπάρι
έψελνε στο Θεό του ο Ατζύμι,
θερμαστής μες το «Λαπώνια»
φορτηγό της Ρόπνερ Λάιν
που ’χε ναύλο για δυο χρόνια
Μπρίσμπαιην-Νιουκάστλ ον Τάιν.
Και το τσούρμο που αγαπούσε
το θλιμένο σύντροφό του,
μάταια να ’μπει προσπαθούσε
στο μεγάλο μυστικό του,
να ’βρει πιο στυγνό μαράζι
ποια θανάσιμη αγωνία
δίχως οίκτο τον προστάζει
να σφαχτεί στην Ιαπωνία.
Μα εκεί μόνον σαν το πλοίο
φούνταρε την άγκυρά του
κι’ ο πιστός με μεγαλείο
ρήμαξε όλα τ’ άντερά του,
βγήκε φόρα πως η Αμάτι
σε καπρίτσιο της μοιραίο,
το συζυγικό κρεββάτι,
λέρωσε μ’ ένα Ευρωπαίο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου