Η νοσταλγία
Τις την ψυχήν μου θα ημερώση,
τις εις τον πόθον μου θέλει δώσει
πτερά ζεφύρου;
Τις εις τους τόπους θε να με φέρη
όπου ο Μέλης στιλπνός μαρμαίρει
ως πλαξ αργύρου;
Εκεί γλυκείαι πνέουσιν αύραι
και εις το κύμα δονούνται μαύραι
σκιαί πλατάνων,
εκεί ευώδης θάλλει μυρσίνη
και όλα είναι τέρψις, γαλήνη -
πλην των τυράννων'
ούτοι την φρίκην παντού ενσπείρουν
και της ωραίας φύσεως φθείρουν
την αρμονίαν
ούτοι μαραίνουν τα κάλλιστ' άνθη
και η πνοή των κατελυμάνθη
την Ιωνίαν.
Αλλ' αν τα κάλλη της λαίλαψ τύπτη,
υπό το βάρος της ανακύπτει
πλέον ωραία,
κ' εις την γλυκείαν μορφήν της έτι
το δουλικόν της πένθος προσθέτει
θέλγητρα νέα.
Ούτως εις ρόδον πίπτει βαρεία
η ολολύζουσα τρικυμία
με όμβρου σάλον,
πλην εις την τόσην ανεμοζάλην
υπερηφάνως εγείρει πάλιν
μέτωπον θάλλον.
Το φθινόπωρον
Tο βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζη'
είναι η φύσις που θρηνεί,
τα δάκρυά της είν' αυτά οπού πυκνοσταλάζουν,
τα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν'
είν' η θλιμμένη της φωνή.
Eίναι πουρνό' τι καταιχνιά λευκή σαν Nαϊάδα!
Δεν βλέπεις μήτε το βουνό, μήτε την πεδιάδα.
Tου χρόνου τα γεράματα!
Για δες τον ήλιο' έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
χλωμό φεγγάρι έγινε, κ' είν' όλο η θωριά του
παράπονο και κλάματα!
Nα! βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι.
Aκούς τι κρότο το νερό μέσ' στα χαλίκια κάμει;
Bλέπεις τον άσπρο τον αφρό;
Στες λυγαριές ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα'
Tον κρότο καθώς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
μ' ένα πέταγμ' αλαφρό.
Ψυχή δεν βλέπεις' έρημος ο τόπος κ' αφειμένος.
O γέρος μόνος χωρικός πηγαίνει φορτωμένος
με τα κομμένα ξύλα του.
K' εγώ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
κ' ακούγω την πυκνή βροχή οπού χτυπά επάνου
στα μαραμμένα φύλλα του.
Δεκαοχτώ φθινόπωρα ως τώρα μόλις είδα'
αλλ' αν και τόσο ενωρίς γυρίσω, παρ' ελπίδα,
στην γην οπού μ' εγέννησε,
ας θάψουν χέρια φιλικά το άψυχο κορμί μου
κοντά στη ρίζα της ιτιάς που τόσες στην ζωή μου
φορές μ' εφιλοξένησε.
Tους κλώνους της τους λιγυρούς ο ζέφυρος να κλίνη,
και ίσκιο μελαγχολικό στον τάφον μου να χύνη
την ώρα του καλοκαιριού.
Kαι πάλιν, όταν ο καιρός αρχίζη να κρυώνη,
να πίπτη εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
και η βροχή του Γεναριού.
Αναμνήσεις
Εις της νεότητος της πρώτης
τους χρόνους τους τρισευτυχείς,
σύντροφον είχα πιστόν φίλον,
μιας πατρίδος και ψυχής.
Μακράν της τύρβης των ανθρώπων,
ελεύθεροι ως τα πτηνά,
περιετρέχομεν λειμώνας,
δάση, κοιλάδας και βουνά.
Αι έξοχαί ομού μας είδαν
του ευφροσύνου Κουκλουζά,
του ειδυλλιακού Βουρνόβα
και του ροδοστεφοϋς Βουζά,
κ' αι ροδοδάφναι εις τας όχθας
του Μέλητος τας παμφαείς,
όπου τον Όμηρον παιδίον
εθήλαζεν η Κρηθηίς.
Της φύσεως η όρασίς μας
ήτο καθρέπτης φαεινός,
και αισθημάτων η ψυχή μας
απέραντος ωκεανός.
Της αύρας παρηκολουθούμεν
τους μυστικούς ψιθυρισμούς
και των νεφών εις τους δρυμώνας
τους αιφνιδίους σκιασμούς,
της φιλερήμου εις τους θάμνους
τρυγόνος την δειλήν φθογγήν,
και των γεράνων εις τα νέφη
την μετοπωρινήν κλαγγήν.
Ο φίλος έκτοτε εκείνος
αλλοίαν έκλεξεν οδόν,
και της τυφλής θεάς τον είδα
ένθερμον λάτριν κι' οπαδόν.
Εγώ τας έξεις τας αρχαίας
αείποτε διατηρώ,
εις κλίματα μετέβην άλλα,
πλην την αυτήν ψυχήν φορώ.
Και παρακολουθώ της αύρας
τους μυστικούς ψιθυρισμούς
και των νεφών εις τους δρυμώνας
τους αιφνιδίους σκοτασμούς,
της φιλερήμου εις τους θάμνους
τρυγόνος την δειλήν φθογγήν,
και των γεράνων εις τα νέφη
την μετοπωρινήν κλαγγήν!
Γέρων αοιδός ψάλλων το έαρ
Ήλθες, Μάρτιε, ήλθες λοιπόν,
κ' επρασίνισαν πάλιν οι κάμποι,
και το βλέμμα του Έαρος λάμπει,
λάμπ' εις όλην την γην χαρωπόν.
Ήλθες Μάρτιε κ' ήλθαν μαζί
αύραι, ρόδα, φωναί αηδόνος,
κ' η ταφείσα εις πλάκα χιόνος
φύσις θάλλει εκ νέου και ζη.
Ω στιγμαί ταραχής τρομεράς,
ότ' εν μέσω βροντών και στροβίλων
επιπίπτουν σφοδρώσ κατ' αλλήλων
Εύρος, Ζέφυρος, Νότος, Βορράς!
Όλα έμειναν τώρα βωβά,
μόνη δε η γλυκεία γαλήνη
της θαλάσσης το κύμ' απαλύνει,
όπου νήσσα λευκή κολυμβά.
Παντού χλόη, παντού αφειδώς
άνθ' η φύσις προχέει ποικίλα'
παντού ψάλλ' η καλή Φιλομήλα,
των δασών ο μικρός αοιδός.
Το εράσμιον κάλλος υμνών
τι γλυκά, τρυφερά λαρυγγίζει
προς το ρόδον που αύρα λυγίζει
και ερύθημα βάφει σεμνόν!
Παρομοίως λευκή Ναϊάς
εις εγκώμια νέου Σατύρου
φλεγομένας αισθάνεται γύρου
τας ωραίας αυτής παρειάς.
Πόσαι, πόσαι ωραίαι σκηναί
την ψυχήν συγκινούν και φαιδρύνουν!
Και η Πρόκνη! ω πώς με ηδύνουν
αι μικραί της, κομψαί της φωναί!
Της ανοίξεως άγγελε, τι,
τι ψελλίζει το λάλον σου στόμα;
Τι παράπονα έχεις ακόμα,
σκληρά μήτηρ, σκληρά γαμετή;
Πού να στρέψω το βλέμμα μου, πού,
και τερπναί να μην είναι εικόνες;
Αλλά παύω, και σεις αηδόνες
κελαδείτε αυτάς τους λοιπού.
Της Ελλάδος γλαυκέ ουρανέ,
ποταμοί και βουνά και κοιλάδες,
λίμναι λείαι, τερπναί πρασινάδες,
και Ζεφύρων πνοαί σιγαναί!
Είμ' εξήκοντα ήδη ετών,
αλλά όταν εις σας ατενίσω,
επεθύμουν ακόμα να ζήσω
έτη άλλα δις, τρις εκατόν!
Ήλθες Μάρτιε, ήλθες λοιπόν,
κ' επρασίνισαν πάλιν οι κάμποι,
και το βλέμμα του έαρος λάμπει,
λάμπ' εις όλην την γην χαρωπόν.
Εις την ψευδή πολιτικήν
Ω δυσμορφότερον Χιμαίρας,
απατηλόν, ποικίλον τέρας,
ήμισυ δράκων και παρθένος,
Σφιγξ ολέθρια, κακών Μούσα,
αινίγματα θεσπιωδούσα
πικρά εις των θνητών το γένος'
πολιτικήν σε ονομάζει
ο κόσμος όστις εκθειάζει
μ' εύφημον στόμα τους τυράννους,
σε ήτις πόλεις ανατρέπεις,
κ' εις ερημίαν τάφων δρέπεις
τους λαμπροτέρους σου στεφάνους.
Ω τυραννίς κακουργοτάτη,
το όπλον σου είν' η απάτη
όπου δεν εξαρκεί η βία
καθώς η γραυς του Αρχιλόχου
δια χειρός κρατείς ενόχου
ύδωρ και πυρ νεκρά στοιχεία!
Η παντεχνία του ανθρώπου
Πού της απλήστου διανοίας
πού ο θνητός ο τολμητίας
θέλει τους τέρμονας ορίσει;
Με τέχνην νέαν καθ' ημέραν
της πρώην τερατωδεστέραν
αυτός αυτόν θαμβοί κ' εκπλήσσει.
Γίγαντας έχει αοράτους
δούλους πιστούς και ακαμάτους
προθύμους εις τας προσταγάς του
ατμός, ηλεκτρισμός καλούνται,
παντού αγγέλλοντες ικνούνται
τα κράτη και τας εντολάς του.
Ούτως ο Ζευς ποτέ συμμάχους
δεινής δυνάμεως και τάχους,
φρουρούντας πρόσω και κατόπιν,
είχε Βριάρεων εκείνον,
και τους εργάτας των πυρίνων
βελών, τον Βρόντην και Στερόπην.
Παντού προφθάνει ταχυπόρος'
δεν τον αναχαιτίζει όρος
ή θάλασσα εκτεταμένη
Εις το υγρόν ιδού πεδίον
άρμα τροχήλατον κυλίων
ίσος με δαίμονα προβαίνει.
Επί οδού σιδηρηλάτου
εις το πυρίπνουν όχημά του
ο Κεραυνός ηνιοχεύει.
Υπέρ των ποταμών το ρέον
ύδωρ κ' εις σπλάγχνα των ορέων
ταχύς ως άνεμος οδεύει.
Το βάθος της Αβύσσου βρέμει'
η γη αντιβροντά και τρέμει'
μάτην εντός στενού κοιτώνος
ο ακρατής Ατμός σφαδάζει'
ο Νους ο βασιλεύς δαμάζει
την λύσσαν του φρικτού Τυφώνος!
Δια δεινής, υπεράνθρωπου
τέχνης, του χρόνου και του τόπου
κατήργησε τας αποστάσεις'
η αστραπή τας ερωτήσεις,
η αστραπή τας αποκρίσεις
διά γης φέρει και θαλάσσης.
Προς τον αστροφεγγή αιθέρα
η μυριόφωτος εσπέρα
των πόλεών του αμιλλάται.
Τοιούτον έχει αεί ρέον
φως κρουνηδόν, ήλιον νέον
κ' ημέραν ν' αντιμηχανάται.
Ω αγχινοίας πολυτρόπου!
ζωγράφος αντί του ανθρώπου
ο ήλιος εις πινακίδα
εν ακαρεί στιγμής εικόνα
με χρυσήν γράφει λαμπηδόνα
ως με θεότευκτον γραφίδα.
Δια φαρμάκων λαθιπόνων
των δριμυτάτων αλγηδόνων
την αίσθησιν κατακοιμίζει.
Το Διός πυρ τα πάντα φλέγει'
αλλά των οίκων του η στέγη
ως ύδωρ το διοχετίζει.
Εις τον πυθμένα της αβύσσου
περιπατεί παρών εξ ίσου
κ' εις των νεφρών τας ακρωρείας.
Πού θέλει φθάσει τις ηξεύρει;
τα πάντα εύρεν ή θα εύρη,
τα πάντα πλην της ευτυχίας!
Η επάνοδος του έαρος
Το έαρ το γλυκύ εφάνη'
χαίρε, ω φύσις θεσπεσία!
Με σε ζωήν αναλαμβάνει
κ' η τεθλιμμένη μου καρδία.
Εις τα πολύστονά μου στήθη
σχεδόν εσίγησεν ο πόνος,
σχεδόν η νάρκη διελύθη
του αιωνίου των χειμώνος.
Εις άλση όπου με τα ρόδα
κομά ο νάρκισσος, το ίον,
περιπλανώ μονήρη πόδα
ως τις σκιά των Ηλυσίων.
Κ' εις την ψυχήν μου αίφνης τόσα
γεννώντ' αισθήματα θυμήρη,
ο κόλπος του Μαΐου όσα
άνθη ευώδη διασπείρει.
Και πάσα αύρα μυροβόλος
μοι λέγει ως φωνή κρυφία,
και διά σε δεν είναι όλως
αδύνατος η ευτυχία!
Και λησμονώ ότι Εκείνη,
ο στέφανος του έαρός μου,
η καλλονή, η Ευφρονύνη,
η Εύα της Εδέμ του κόσμου,
των ημερών και των αγρύπνων
νυκτών μου η φροντίς, εις σκότη
ανήλια, φρικτά, τον ύπνον
τον ανεξέγερτον υπνώττει!
Συμβουλή
Ποτέ σου εις τον μάταιον αυτόν και πλάνον βίον,
εις πρόσωπον αληθινόν αγάπην να μη βάλης.
Θα ευρέθης Ίξίων
φρούδην σκιάν ενστερνισθείς εντός κενής αγκάλης.
Αυταί αι χαριτόπλαστοι μορφαί που σε μαγεύουν
κ' ερωτικά σε νεύουν,
φάσματα είναι και αυταί και τα τερπνά των δώρα.
Εις το μηδέν ενδέχεται να σβύσουν τώρα τώρα.
Εν μόνον κρύον μνήμα
θέλει σου μείνει κτήμα,
να θρηνωδής, να τήκεσαι, χωρίς εις τον αιώνα
φωνή τις ν' ανταποκριθή εις τόσην αλγηδόνα.
Εντρύφησον εις τα τερπνά όσα χαρίζ' η φύσις,
εις την κρυφήν παγίδα
προσέχων την ασπαίρουσαν καρδίαν μη αφήσης.
Αυτά σοι παραινώ εξ ων εγνώρισα και είδα.
Ωδή επιθανάτιος
Αν ούδ' η ώρα η ανθισμένη,
της ευτυχίας η εποχή,
ευτυχή σ' έκαμε, τι σε μένει;
Φευ! τι ελπίζεις πλέον, ψυχή;
Ελθέ πριν κύματ' αγριωμένα
φρίξουν και Νότος δυσαής,
αν καταβώμεν εις τον λιμένα
από το πέλαγος της ζωής.
Όποιον ήγγισες εις τα χείλη
καρπόν τι εύρες; μικράν σποδόν.
Ελπίδες, όνειρα, πόθοι, φίλοι,
ορφανήν σ' αφήσαν βαθμηδόν.
Τον κόσμον άφες αυτόν τον πλάνον,
ηδονών τέρας και οδυνών.
Ιδέ! των φαύλων και των τυράννων
έρμαιον είναι παντοτεινόν.
Αλλά γνωρίζω ποία ιδέα
αγρία ένδον σε τυραννεί,
ήτις επτόησεν και γενναία
στήθη επίσης και τ' ασθενή.
Τρέμεις μη αίφνης αύρα γλυκεία
εις το πτερόν σου δεν ευρεθή,
και η χρυσόνειρος φαντασία
χωρίς εξύπνισμα κοιμηθή.
Δικαίως τρέμεις, ψυχή δειλαία!
Φευ! του θανάτου ειν' η δεινή
η αγωνία μόνον βεβαία,
τ' άλλα αβέβαια κ' αφανή.
Αλλ' όστις μέλλει να αποθάνη
μήποτε έζη, ψυχή, αυτός;
Εάν δεν έζη λοιπόν τι χάνει;
μάταιος φόβος και περιττός!
Ήδη τον θάνατον ήδη βλέπει
εγγύς, με τόλμην τον θεωρεί'
και δεν ηξεύρει πλέον αν πρέπει
ή να θρηνήση ή να χαρή.
Αλλ' εν ή δύο πλέον ως νέφη
μακρυνά όνειρα και εικών
γλυκεία' φεύγει κ' εις αυτά στρέφει
το βλέμμα έτι έρωτικόν.
Ούτως ο ήλιος περί την δύσιν,
εις τας ημέρας τας θερινάς,
την τερπνοτάτην εκλείπων φύσιν
και τας γλυκείας της καλλονάς,
εκτενές βλέμμα την ακοντίζει,
άκων και μόλις αποχωρεί'
εις τον ορίζοντα τριγυρίζει,
κ' έτι και έτι την θεωρεί.
Και δύων τέλος, μ' Έρωτ' αφίνει
το γλαυκόν χάος περιφλεγές,
κ' η τελευταία ακτίς του σβύνει
είς το γλυκύτατον λυκαυγές!
Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873)
Τον μήνα Μάρτιο, στην Αθήνα (κατ' άλλους, σε ερημική εξοχική τοποθεσία της Αττικής όπου είχε αποσυρθεί). Καταπονημένος από προσωπικά άλγη, στερήσεις και ψυχολογικά προβλήματα.
- Το πρώτο ποίημα είναι από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη - εκδ. Τα Νέα Ελληνικά, 1972
- Το δεύτερο είναι από την Ανθολογία Νεοελληνικής Ποιήσεως 1708-1971 του Σπύρου Κοκκίνη - εκδ. Εστία, 1971
- το τρίτο είναι από την Ποιητική Ανθολογία του Λίνου Πολίτη, Βιβλίο Τέταρτο - εκδ. Δωδώνη, 1975-1977 (δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη)
- το τέταρτο είναι από την Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου - εκδ. Papyros Press, 1971 και
- τα επόμενα ποιήματα (5,6,7,8,9) είναι από την Βασική Βιβλιοθήκη τόμος 12 "Ποιηταί του ΙΘ' αιώνα" - εκδ. Αετός, 1954
Πηγή:http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2011/04/58-i.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου