(για σένα μικρέ φτερωτέ τενόρο)
Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας
ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες
γελαστός άγγελος του δρυμού
μεγάλος ιδιοκτήτης
ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα
ιερέας των ήχων απ’ τη βροχή νεότερος
αγιόκλημα φυτρωμένο στ΄ όργανο της εκκλησίας
η θαλπωρή μες στην ανάγκη του θεού μεγάλη.
Παντρεύει τις φωνές με την καθαρότητα
περ΄ από κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους
δείχνοντας την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια
ψηλά στον ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.
Άγγελος της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους
κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό
κι ανοίγει τ’ άσπιλα φτερά ως την έλπιση.
Βλέπω τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί
τη θλίψη κομίζοντας των άστρων.
Ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι
διαβάτες που θέρισαν ένα-ένα
τα χαμηλά έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία
και στάθηκαν
ακούγοντας τους ουράνιους ήχους-
ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.
Ένα ψηλό χαρούμενο στάχυ βλέπω μες στην ουράνια Αττική
μετρώντας ήσυχα το θάνατο
μικρές ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους
ένα ψηλό χαρούμενο σταφύλι
μεθώντας την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια
στις ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον
ανθισμένο
πέρα που ο άνεμος έχει σταματήσει
εκεί που το όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου
κι η κορασιά κοιμάται μόνη.
Ένα ψηλό χαρούμενο δέντρο δίχως όνομα
ρίχνει τις μεγάλες σκιές ένα δέντρο
πώς καθρεφτίζεται στη στεριά της γαλήνης!
Κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα
τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.
Κρασί των αιθέρων
χύθηκε μες στους μίσχους ενθέων ψυχών
έρωτας ο γλυκύτερος του πόνου κάτοικος
ειρήνη και ο θάνατος όμαιμος ως τα πλάτη.
Χαίρε ο χλοερός ήλιος του χειμώνα
χαίρε ο ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα
συ θα τραγουδάς υιός εύοσμος
Ιωάννης.
Ήχοι την αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής
και πορφυρίζονται τα όνειρα με το αίμα.
σύγκορμος ο θνητός ανέφελα τα στήθη
κι η ορμή του σώματος περ’ απ’ το σώμα.
Στο φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών
ας ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα
μόνος ο θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.
Ένας βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα
ηχώ της βροχής
όταν ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.
Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας
ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες
γελαστός άγγελος του δρυμού
μεγάλος ιδιοκτήτης
ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα
ιερέας των ήχων απ’ τη βροχή νεότερος
αγιόκλημα φυτρωμένο στ΄ όργανο της εκκλησίας
η θαλπωρή μες στην ανάγκη του θεού μεγάλη.
Παντρεύει τις φωνές με την καθαρότητα
περ΄ από κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους
δείχνοντας την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια
ψηλά στον ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.
Άγγελος της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους
κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό
κι ανοίγει τ’ άσπιλα φτερά ως την έλπιση.
Βλέπω τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί
τη θλίψη κομίζοντας των άστρων.
Ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι
διαβάτες που θέρισαν ένα-ένα
τα χαμηλά έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία
και στάθηκαν
ακούγοντας τους ουράνιους ήχους-
ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.
Ένα ψηλό χαρούμενο στάχυ βλέπω μες στην ουράνια Αττική
μετρώντας ήσυχα το θάνατο
μικρές ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους
ένα ψηλό χαρούμενο σταφύλι
μεθώντας την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια
στις ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον
ανθισμένο
πέρα που ο άνεμος έχει σταματήσει
εκεί που το όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου
κι η κορασιά κοιμάται μόνη.
Ένα ψηλό χαρούμενο δέντρο δίχως όνομα
ρίχνει τις μεγάλες σκιές ένα δέντρο
πώς καθρεφτίζεται στη στεριά της γαλήνης!
Κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα
τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.
Κρασί των αιθέρων
χύθηκε μες στους μίσχους ενθέων ψυχών
έρωτας ο γλυκύτερος του πόνου κάτοικος
ειρήνη και ο θάνατος όμαιμος ως τα πλάτη.
Χαίρε ο χλοερός ήλιος του χειμώνα
χαίρε ο ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα
συ θα τραγουδάς υιός εύοσμος
Ιωάννης.
Ήχοι την αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής
και πορφυρίζονται τα όνειρα με το αίμα.
σύγκορμος ο θνητός ανέφελα τα στήθη
κι η ορμή του σώματος περ’ απ’ το σώμα.
Στο φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών
ας ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα
μόνος ο θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.
Ένας βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα
ηχώ της βροχής
όταν ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.
Τα ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου