Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά
πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.
Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος
η ολκή του θανάτου.
Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση
τίποτα δεν κατορθώνω.
Συνήθισα να κλονίζομαι.
Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.
Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα
πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε
κρατώντας μια χαρτοσακκούλα
και τη γεμίζουμε.
Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις
αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.
Όταν τα δέντρα μεσ’ στους κήπους
πλέκουν το αεράκι του θέρους
ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.
Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου. Μέχρι πότε
θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;
Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα
να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;
Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει
ανήλιαγος ο νόμος
που συχνά θυμίζει στην αφή
πως ο δρόμος δεν υπάρχει.
Σύμβολο και πραγματικότητα – η ίδια φτώχεια.
Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.
Όταν δίχως ένα φιλί στο εικονοστάσι
φιλάς τη ζωή
κι αυτό φτάνει.
ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου