Ο φυλακισμένος
βλεφαρίζει στον ήλιο
σαν τυφλοπόντικας
μέσ' από την τρύπα του
ενός παιδιού το πρώτο ταξίδι
μακριά απ' το σπίτι.
Αυτή η στιγμή ελευθερίας.
Άντρες που μπαρκάρουν
για να δραπετεύσουν απ' την αμαρτία και το βούρκο των πόλεων
παρατηρούν τον πλακούντα των βραδινών άστρων
στο κατάστρωμα ανάσκελα
και διασχίζουν τον ισημερινό
και κάνουν ιεροτελεστίες να ξεθάψουν τους νεκρούς
επικίνδυνες τελετές μύησης
που σηματοδοτούν το πέρασμα σ' ένα νέο επίπεδο.
Να νιώθεις έτοιμος για εξορκισμό
ένα στάδιο μύησης.
Να περιμένεις, ή να γυρεύεις την ενηλικίωση
το φωτισμό σ' ένα πιστόλι.
Να σκοτώσεις την παιδική ηλικία, την αθωότητα
με τη μία.
Η νύχτα είναι νέα
φρέσκια και ξεκούραστη.
Δεν έχω λόγια να περιγράψω
πώς είναι ντυμένη.
Θα σ' εκμαυλίσει με παράξενες
επιθυμίες.
Οτιδήποτε κι αν της προτείνεις.
Οτιδήποτε για να ικανοποιήσει τον καλεσμένο της.
Απίστευτη
τρικυμία
τα μάτια σου.
Με τσακίζεις
με το πούπουλο
της απαλής σου
απόκρισης.
Λόγια κοφτά
σαν γυαλί
περιφρόνηση
κρύβουν
ό,τι τα μάτια σου πασχίζουν
να εξηγήσουν.
Γιατί πίνω;
Για να μπορώ να γράφω ποίηση.
Μερικές φορές που όλα γυρίζουν
κι η ασχήμια υποχωρεί
σ' έναν ύπνο βαθύ
τα μάτια ανοίγουν
κι ό,τι απομένει, είναι η αλήθεια.
Καθώς το σώμα ρημάζει
το πνεύμα δυναμώνει.
Συγχώρα με, Πατέρα, γιατί ξέρω
τι κάνω.
Θέλω ν' ακούσω το τελευταίο Ποίημα
του τελευταίου Ποιητή.
(James "Jim" Douglas Morrison, 8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου 1971)
(μτφρ. Βασίλης Κιμούλης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου