Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι
κι’ ίσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν —
όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν.
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
κι’ ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα.
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!
[Ποιήματα 1 (1944–1964), Ύψιλον, 1983]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου