Μόλο που ο τρόπος γραφής του ήταν διαμετρικά αντίθετος
από τον δικό του, όπως και ο τρόπος ζωής του, ο Νερούδα –γενναιόδωρος όπως πάντα– δεν παρέλειπε να εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Κορτάσαρ.
«Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος», έλεγε με παιχνιδιάρικη διάθεση. «Αυτό, το να μην τον έχεις διαβάσει, είναι μια σοβαρή, ύπουλη αρρώστια που με τον καιρό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Κάτι ανάλογο με όποιον δεν έχει φάει ποτέ του ροδάκινο. Θα αρχίσει να γίνεται όλο και πιο μελαγχολικός, να χάνει το χρώμα του, και πολύ πιθανόν, σιγά σιγά, να χάσει και τα μαλλιά του».
Ο τρόπος γραφής δεν ήταν η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο
αντρών. Αντίθετα από τον Νερούδα, που ήταν γερά δεμένος με την πατρίδα του, ο Κορτάσαρ ήταν πολίτης του κόσμου. Είχε γεννηθεί στο Βέλγιο από διπλωμάτη πατέρα και είχε καταχωρηθεί Αργεντινός στα μητρώα της διπλωματικής αποστολής στις αρχές του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν βασκική, ενώ στην καταγωγή της μητέρας του ανιχνεύονταν ρίζες γαλλικές και γερμανικές. Από τη μητέρα του, τη δόνα Μαρία Ερμίνια Δεσκότε, ο νεαρός κληρονόμησε το αφηγηματικό ταλέντο και την ικανότητα να μετατρέπει τις απλές ιστορίες σε απροσδόκητες διηγήσεις. Όταν ο πόλεμος έφτασε στις Βρυξέλλες, η οικογένειά του διέφυγε στην Ελβετία, όπου διέμεινε ωσότου να γεννηθεί η αδερφή του Οφέλια –ή Μεμέ–, και στη συνέχεια πέρασε στη Βαρκελώνη. Μετά το πέρας του πολέμου, η οικογένεια Κορτάσαρ κατέληξε στο Μπάνφιλντ της Αργεντινής, σε ένα μεγάλο σαλέ με κήπο, όπου βρήκε τελικά την ησυχία της. Η αίσθηση της αναζήτησης και της περιπλάνησης, ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τον συγγραφέα.
Επικίνδυνοι συγγραφείς, σελ. 179
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου