Είμαι στο σπίτι του Πατέρα.
Κρύος αέρας περνάει μέσα από τις ραγισμένες πόρτες.
Κι έξω στον κήπο, μαύρο ξεσέλωτο άλογο
γδέρνει με την οπλή του το χώμα.
Ανεβαίνει την πέτρινη σκάλα χρεμετίζοντας.
Κι εγώ είμαι μόνος στο σπίτι.
Τόσο μόνος όσο δεν ήμουν ποτέ μου.
Ξάφνου, Άγγελος Κυρίου στέκει αντίκρυ.
Ταξιδεμένος Άγγελος στέκει και με κοιτάζει θλιμμένος.
Κι ανάμεσά μας περνούν άσπρα φύλλα του φθινοπώρου.
Άσπρα φύλλα του φθινοπώρου και του χειμώνα περνούν
τα περασμένα μου χρόνια.
Τα κερδισμένα και τ’ άλλα, τα πριν από σένα, τ’ αόριστα.
Στέκω και τον κοιτάζω. Και μέσα στο πρόσωπό του
απορημένος βλέπω το πρόσωπό σου,
μπορώ πίσω από το φόβο να ξεχωρίσω το ωραίο σου
πρόσωπο.
Δεν λέω τίποτα.
Σε κοιτώ μόνο, σαν να ‘σαι το τελευταίο πρόσωπο
που πρόκειται ν’ αντικρίσω.
Κι όπως πέφτει το βράδυ κι ο ίσκιος σου χάνεται
γέρνω στο φευγαλέο μου όνειρο
κι απελπισμένος κλαίω.
Κρύος αέρας περνάει μέσα από τις ραγισμένες πόρτες.
Κι έξω στον κήπο, μαύρο ξεσέλωτο άλογο
γδέρνει με την οπλή του το χώμα.
Ανεβαίνει την πέτρινη σκάλα χρεμετίζοντας.
Κι εγώ είμαι μόνος στο σπίτι.
Τόσο μόνος όσο δεν ήμουν ποτέ μου.
Ξάφνου, Άγγελος Κυρίου στέκει αντίκρυ.
Ταξιδεμένος Άγγελος στέκει και με κοιτάζει θλιμμένος.
Κι ανάμεσά μας περνούν άσπρα φύλλα του φθινοπώρου.
Άσπρα φύλλα του φθινοπώρου και του χειμώνα περνούν
τα περασμένα μου χρόνια.
Τα κερδισμένα και τ’ άλλα, τα πριν από σένα, τ’ αόριστα.
Στέκω και τον κοιτάζω. Και μέσα στο πρόσωπό του
απορημένος βλέπω το πρόσωπό σου,
μπορώ πίσω από το φόβο να ξεχωρίσω το ωραίο σου
πρόσωπο.
Δεν λέω τίποτα.
Σε κοιτώ μόνο, σαν να ‘σαι το τελευταίο πρόσωπο
που πρόκειται ν’ αντικρίσω.
Κι όπως πέφτει το βράδυ κι ο ίσκιος σου χάνεται
γέρνω στο φευγαλέο μου όνειρο
κι απελπισμένος κλαίω.
( Από τη συλλογή «Στο βάθος του χρώματος», 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου