Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο
τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,
μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε
κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.
Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε
τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.
«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,
ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!
Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα
θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα
κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.
Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς
χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.
Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος
καὶ μόνος σου νὰ παίρνῃς θάρρος.
Νἄχῃς καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται
μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,
εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο
καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!
Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας
ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.
Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα
καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.
Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια
κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...
Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε
ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»
Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα
τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,
γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα
σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), Ανέκδοτα Ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου