Καθόμασταν μια Κυριακή
στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου,
ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:
«Να μας πεις για εκείνη».
Και εγώ πήρα το λόγο και άρχισα:
«Σπίτι εξοχικό η ψυχή της, το χειμώνα,
όπου έβλεπες τα πορτοκάλια στην αυλή
και έλεγες κάποιος θα έρχεται,
κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.
Άνοιξα τότε και μπήκα. Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά
από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα,
νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών
με λαμπαδίτσες του Πάσχα
και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.
Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βαθιά μοναξιά της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή,
ώσπου μετά από χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.
Όλοι γελούσαν σ’ εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι,
και αυτός ο πατέρας της διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της
στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών.
Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω.
Ήταν κρυφά δακρυσμένη, με το στήθος γυμνό
και τα μαλλιά της λυμένα.
Ωραιότατη κοιμωμένη για τον τάφο της, φώναξα,
στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή,
ο σκοτεινός Αλφειός και η μακρινή Αρέθουσα,
για να σμίγουν τα νερά μας κάπου στα βάθη της θάλασσας.
Λεπτομέρειες δεν συγκρατώ πια. Την άνοιξη μόνο
στα φωτεινά μου διαλείμματα αμυδρά τη θυμούμαι».
Και μελαγχόλησαν όλοι μετά την αφήγησή μου αυτή,
και κανένας δεν μίλησε.
Το σούρουπο μόνο, εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα,
μου φώναξε ένας:
«Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες».
Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.
Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι,
γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου·
με παλτά. Σκισμένοι.
Με μια κομμένη ζώνη στη μέση. Εξομοιωμένοι.
Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
Με το ραβδί ανιχνεύοντας το δρόμο, όπως οι τυφλοί.
Γιώργος Μαρκόπουλος (1951-)
Από τη συλλογή: Η Ιστορία του ξένου και της λυπημένης
Πηγή: Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή). Αθήνα: Κέδρος 2014, σσ. 79-80.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου