Μέσʼ στή νύχτα χτυπᾶ τό κουδούνι.
Ἀνοίγω τήν πόρτα. Βλέπω μόνο
τά κρόσσια τῆς βροχῆς νά τρεμίζουν
στό φῶς. Κι ὅμως ξέρω
εἶσαι σύ πού προσμένεις ἀθώρητη
σά σκέψη ἤ σά θύμηση
νά σέ καλέσω νά μπεῖς.
Κάθεσαι στό παλιό κάθισμά σου
κι ἐγώ ἀντίκρυ σου. Ἡ σιωπή μου
συναντᾶ τή σιωπή σου. Ἁπλώνω
τό χέρι κι ἀγγίζω τʼ ἀέρινο χέρι σου
πού ριγεῖ. Χαϊδεύω τά μαλλιά σου
καί μένει στά δάχτυλά μου
τό νερό τῆς βροχῆς.
«Ξέρεις…» Μίλησες ἤ μοῦ φάνηκε;
Ἀλήθεια, πῶς εἶνʼ οἱ νύχτες ἐκεῖ;
Ἐπιτρέπονται οἱ συναντήσεις στά ὄνειρα;
Πῶς σʼ ἄφησαν οἱ φρουροί νά κάμεις
ἕνα ταξίδι τόσο μακρινό;
Στʼ ἀκρωτήρια τῆς ὕπαρξης, Γαβριηλίδης 2003.
Πηγή:http://www.poiein.gr/2010/10/02/aethnaio-iaiiooueco-adhaaaaessa-dhieciuoui/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου