(ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ)
Στο χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί
(ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ)
Στην ψυχή σου δεν φτάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.
(ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ)
Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
Θα μάθω το τετέλεσται
από άλλη πηγή.
Πιο θετική.
(OBLIVION BEACH)
Τ’ αντανακλαστικά μου άριστα:
κάθε που χάνεται στο βάθος ένα πλοίο
εκκρίνει η μνήμη μου όσα σε βάθος χάθηκαν.
(ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ)
Με τι επιδέξιο καμάρι ήξερε ο πατέρας μου
ν’ αποφλοιώνει την πατρίδα του
και καρφωμένη στο πιρούνι
μου τη μετάγγιζε στο στόμα.
(ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ)
Ευλογημένο νάναι το Εμπόδιο
και τρισευλογημένο.
Δέντρο ισκιερής δικαιολογίας
ότι δεν φταίμ’ εμείς,
να βρίσκει δροσερήν αθώωση
ο λιποτάκτης Χειρισμός,
να κολατσίζει με το πάσο της
το μεροκαματιάρικο άλλοθί της
η Αλλοτρίωσή μας.
(ΣΚΙΖΩ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ)
Βρε Παναγιά μου, βιτσιόζα που ‘ναι η πλήξη
να της ανάβει πόθους η θνητότητα.
(ΣΥΝΔΡΟΜΟ)
Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον
όσα έχουν πεθάνει.
(ΑΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ)
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ΄ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.
(VIP)
Να μην ξεχάσω πουλιά,
τότε, σ εκείνο το πλωτό μαντρί του Νώε (…)
ανάμεσα σε όλα τα προς διάσωση και αναπαραγωγή
ήταν κι η ουτοπία.
Μάλιστα, η μόνη που ταξίδεψε
πρώτη θέση και παράθυρο.
…
Αχ φυγή ωχ σωτηρία.
(Η ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ)
Κύριε, μήπως όταν ενέκρινες
αυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς
ήσουν ακόμη άνθρωπος;
(ΓΙΑΛΟ – ΓΙΑΛΟ)
Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.
(ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ)
Το μερτικό μου από το θαύμα
το παραχώρησα στο θαύμα.
(ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ)
Τον έχεις εσύ γραμμένο το θάνατο
στα παλιά σου μάτια.
(ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΕΔΑΦΟΣ)
και τα κυπαρίσσια ακόμα
πατάνε επί πτωμάτων για ν ανέλθουν’
λυγερόκορμα.
(ALLER RETOUR)
Ω περιττά όλα μην κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν μονάχα εσείς ζείτε αιώνια.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ)
Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ΄ έναν ξερό μισθό;
(ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ)
Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν΄ αποτύχει ένας
(ΓΕΝΕΑ ΥΠΑΓΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ)
Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;
(ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ)
Τι θα φοράς συνεννόηση
να σε γνωρίσω
ώστε να μη χαθούμε πάλι
μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;
(Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ ΦΘΟΡΑ)
Μέριασε χρόνε να αισθανθώ.
(ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΙΡΟΥ)
Τίποτα. Όσο κι αν ευλόγησα τον άρτον
έμεινε τόσος ακριβώς
όσος καταναλώνουμε στο σπίτι ημερησίως.
(ΕΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑι ΜΕ ΕΠΛΑΤΥΝΑΣ)
Να σε φωνάζω κι εγώ με το μικρό σου όνομα
όπως σε φωνάζει η πίστη Θεέ της;
(Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΣΗΜΑΣΙΩΝ)
Μαρτύριο οι ανάγκες μας οι εσταυρωμένες.
(ΡΙΨΑΣΠΙΣ)
Βάζοντας τα λουλούδια στο νερό δεν μεριμνάς.
Τους λες το πρώτο ψέμα
να ονειρεύονται τα απελπίζεις.
Στο χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί
(ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ)
Στην ψυχή σου δεν φτάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.
(ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ)
Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
Θα μάθω το τετέλεσται
από άλλη πηγή.
Πιο θετική.
(OBLIVION BEACH)
Τ’ αντανακλαστικά μου άριστα:
κάθε που χάνεται στο βάθος ένα πλοίο
εκκρίνει η μνήμη μου όσα σε βάθος χάθηκαν.
(ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ)
Με τι επιδέξιο καμάρι ήξερε ο πατέρας μου
ν’ αποφλοιώνει την πατρίδα του
και καρφωμένη στο πιρούνι
μου τη μετάγγιζε στο στόμα.
(ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ)
Ευλογημένο νάναι το Εμπόδιο
και τρισευλογημένο.
Δέντρο ισκιερής δικαιολογίας
ότι δεν φταίμ’ εμείς,
να βρίσκει δροσερήν αθώωση
ο λιποτάκτης Χειρισμός,
να κολατσίζει με το πάσο της
το μεροκαματιάρικο άλλοθί της
η Αλλοτρίωσή μας.
(ΣΚΙΖΩ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ)
Βρε Παναγιά μου, βιτσιόζα που ‘ναι η πλήξη
να της ανάβει πόθους η θνητότητα.
(ΣΥΝΔΡΟΜΟ)
Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον
όσα έχουν πεθάνει.
(ΑΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ)
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ΄ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.
(VIP)
Να μην ξεχάσω πουλιά,
τότε, σ εκείνο το πλωτό μαντρί του Νώε (…)
ανάμεσα σε όλα τα προς διάσωση και αναπαραγωγή
ήταν κι η ουτοπία.
Μάλιστα, η μόνη που ταξίδεψε
πρώτη θέση και παράθυρο.
…
Αχ φυγή ωχ σωτηρία.
(Η ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ)
Κύριε, μήπως όταν ενέκρινες
αυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς
ήσουν ακόμη άνθρωπος;
(ΓΙΑΛΟ – ΓΙΑΛΟ)
Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.
(ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ)
Το μερτικό μου από το θαύμα
το παραχώρησα στο θαύμα.
(ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ)
Τον έχεις εσύ γραμμένο το θάνατο
στα παλιά σου μάτια.
(ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΕΔΑΦΟΣ)
και τα κυπαρίσσια ακόμα
πατάνε επί πτωμάτων για ν ανέλθουν’
λυγερόκορμα.
(ALLER RETOUR)
Ω περιττά όλα μην κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν μονάχα εσείς ζείτε αιώνια.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ)
Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ΄ έναν ξερό μισθό;
(ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ)
Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν΄ αποτύχει ένας
(ΓΕΝΕΑ ΥΠΑΓΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ)
Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;
(ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ)
Τι θα φοράς συνεννόηση
να σε γνωρίσω
ώστε να μη χαθούμε πάλι
μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;
(Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ ΦΘΟΡΑ)
Μέριασε χρόνε να αισθανθώ.
(ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΙΡΟΥ)
Τίποτα. Όσο κι αν ευλόγησα τον άρτον
έμεινε τόσος ακριβώς
όσος καταναλώνουμε στο σπίτι ημερησίως.
(ΕΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑι ΜΕ ΕΠΛΑΤΥΝΑΣ)
Να σε φωνάζω κι εγώ με το μικρό σου όνομα
όπως σε φωνάζει η πίστη Θεέ της;
(Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΣΗΜΑΣΙΩΝ)
Μαρτύριο οι ανάγκες μας οι εσταυρωμένες.
(ΡΙΨΑΣΠΙΣ)
Βάζοντας τα λουλούδια στο νερό δεν μεριμνάς.
Τους λες το πρώτο ψέμα
να ονειρεύονται τα απελπίζεις.
(ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ)
Δεν πρόκειται για μόδα.Είναι παλιά προτίμηση το ψεύτικο.
Περίτεχνο αντίγραφο αυθεντικής πραγματικότητας.
Τέλεια επεξεργασμένο από τη μεγάλη ζήτηση.
Δεν αλλοιώνεται. Η αφθονία του αμετάβλητη.
Η εύκολη τιμή του το κάνει προσιτό
σε κάθε μικρομεσαία πλάνη.
Και να το χάσεις, πάλι συμφέρει
σου έρχεται φθηνότερα να κλαις για ένα ψέμα.
Κική Δημουλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου