Εκδρομή δεν πήγαμε, όχι γιατί ο ήλιος είχε βγει πια για καλά, μα γιατί ο κυρ Αντώνης δεν πρόλαβε καλά καλά να βγει από τη βάρκα και είπε:
—Κυρ Νίκο, έγινε δικτατορία.
Τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο, τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς κάθε φορά που έρχεται στο Λαμαγάρι νευριάζει, που δεν τον αφήνουμε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να φανταστούμε Λαμαγάρι χωρίς τζιτζίκια. Είχαμε ξαπλώσει πάνω σε μια παλιά κουβέρτα, κάτω από ένα πεύκο, και τ' ακούγαμε. Έπιασα ένα, το 'κλεισα στη φούχτα μου και κείνο τρελάθηκε στο τζιτζίκιασμα.
—Έγινε δικτατορία, του μουρμούρισα και τ' άφησα να πετάξει να το πει σ' όλα τα τζιτζίκια.
—Άραγε τι θα γίνει τώρα, που έχουμε δικτατορία; ρωτάει η Μυρτώ.
—Ο Νίκος είπε πως όλα τώρα θ' αλλάξουνε, της λέω.
Στο σπίτι μας αλλάξανε κιόλας σχεδόν όλα, από την ώρα που έφερε το νέο ο κυρ Αντώνης. Πρώτ' απ' όλα μας αφήσανε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Φάγαμε με άπλυτα χέρια, κανείς δε μας έστειλε να κοιμηθούμε για μεσημέρι κι ούτε, όταν μας είδανε να τραβούμε την παλιά κουβέρτα και να βγαίνουμε από το σπίτι, μας μιλήσανε. Άλλαξε κι ο παππούς, που πρώτη φορά στη ζωή μας τον ακούσαμε να μιλάει άσχημα και σε ποιον; Στη θεία Δέσποινα!!
—Για να κάνει ο βασιλιάς δικτατορία, θα πει πως έτσι έπρεπε, είπε η θεία Δέσποινα.
—Λες ανοησίες και καλά θα κάνεις να μη μιλάς για τέτοια πράγματα! θύμωσε ο παππούς.
Η θεία Δέσποινα πάτησε τα κλάματα και, δεν ξέρω γιατί, τα 'βαλε με το Νίκο.
—Λες, τώρα που έγινε δικτατορία, ν' αφήσουνε εμάς τα παιδιά να κάνουμε ό,τι θέλουμε; ρωτάει η Μυρτώ.
—Δοκιμάζουμε; της λέω. Πάμε να βρούμε τα παιδιά κι ας είναι ντάλα μεσημέρι και ώρα «ανάπαυσης», που λέει κι η θεία Δέσποινα;
Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε και ήρθε ο Νίκος κοντά μας. Ήτανε λυπημένος, πολύ λυπημένος, και τα σμιχτά φρύδια του είχανε τόσο σουρώσει, που φαίνονταν σαν μια μαύρη πυκνή γραμμή στο πρόσωπό του.
—Κοριτσάκια, λέει εκείνος, είστε πολύ μικρά για να καταλάβετε, μα τη σημερινή μέρα θα τη θυμάται για πάντα η Ελλάδα και θα κλαίει. Πόσες του μήνα έχουμε σήμερα;
—4 Αυγούστου 1936, απάντησε η Μυρτώ.
Ύστερα, ο Νίκος έφυγε για τη χώρα, μα δεν μπορούσαμε πια να του κάνουμε αστεία και να τον ρωτήσουμε αν πάει ν' αποχαιρετίσει την αρραβωνιαστικιά του.
(Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 76-77.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου