Σειρά μου. Θα ιστορήσω μια τρέλα μου.
Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μην τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης.
Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι λαϊκές εικονογραφήσεις· η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας· τα παραμύθια με νεράιδες, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.
Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δεν ξέσπασαν, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα.
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! – Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο. – Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου.
Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους.
*
Μακριά από κοπάδια, πουλιά και κοπελιές
Τι έπινα γονατιστός στα ρείκια
Ανάμεσα στις λυγερές τις φουντουκιές
Στου απομεσήμερου το σύθαμπο το πράσινο και το νωθρό;
Τι να πιω απ’ τον Ουάζ το νιο ποτάμι
-Βουβές φτελιές, γυμνό χορτάρι, συννεφιάζει!-
Από φλάσκες κίτρινες να πιω σε ξένα μέρη
Χρυσάφι υγρό που κάνει το κορμί ν’ ασπαίρει.
Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ.
-Η θύελλα έκρυψε τον ουρανό. Το βράδυ
Σε αμμουδιά παρθένα χανόταν του δάσους το νερό
Μια θεοποντή έριχνε στους νερόλακκους χαλάζι
Κλαίγοντας, έβλεπα το χρυσάφι – μα δεν μπόρεσα να πιω. –
*
Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα
Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι
Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη
Από το νυχτερινό ξεφάντωμα.
Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές
Στων Εσπερίδων την ανατολή
Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι
Οι Μαραγκοί.
Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη
Θόλους λαμπρούς θα στήσουν
Όπου οι άνθρωποι
Ψεύτικούς ουρανούς θα ζωγραφίσουν.
Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά
Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά
Λίγο, για χάρη τους, Αφροδίτη
Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις.
Των Εραστών Βασίλισσα εσύ
Κέρασε τους εργάτες με ρακή
Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά
Ώσπου το μεσημέρι στη θάλασσα να βρουν δροσιά.
*
Οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου.
Αφέθηκα στης στιγμής την παραίσθηση: έβλεπα στ’ αλήθεια ένα τζαμί εκεί όπου βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στο βυθό μιας λίμνης· τέρατα, μυστήρια· ο τίτλος μιας ελαφριάς κωμωδίας ξυπνούσε μέσα μου τον τρόμο.
Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις!
Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος στη νάρκη: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων – τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νηπίων που πέθαναν αβάπτιστα, τους ασπάλακες, τον ύπνο των παρθένων!
Ο χαρακτήρας μου χειροτέρευε. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με κάτι σαν ρομάντζες:
Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
Απαγγελία και Σύνθεση: Γιώργος Χριστιανάκηςαπόσπασμα από την ποιητική συλλογή "Μια Εποχή στην Κόλαση (Une Saison en Enfer, 1873)" Δίσκος: Μιά εποχή στην Κόλαση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου