Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Γκιγιώμ Απολλιναίρ-O Μoυσικός της Σαν Μερί


Έχω επιτέλους το δικαίωμα να χαιρετάω υπάρξεις που δεν ξέρω

Περνούν από μπροστά μου και συνωστίζονται από μακριά

Την ώρα που όλο αυτό που αντικρίζω μού είναι άγνωστο

Και η ελπίδα τους δεν είναι λιγότερο δυνατή απ' τη δικιά μου


Δεν τραγουδώ αυτόν τον κόσμο ούτε τα άλλα άστρα

Τραγουδώ όλες τις πιθανότητες που είναι δικιές μου έξω απ' αυτόν τον κόσμο κι από τ' άστρα

Τραγουδώ την χαρά τού να περιπλανιέσαι και την ευχαρίστηση τού έτσι να πεθαίνεις


Την 21η του μηνός Μαΐου 1913

Βαρκάρη των νεκρών και κουδουνιστές θανατοδότρες της Μερί

Μυριάδες μύγες αναρριπίζανε ένα μεγαλείο

Όταν ένας άνδρας χωρίς μάτια χωρίς μύτη και χωρίς αυτιά

Πίσω του αφήνοντας τη Σεμπαστό πέρασε στην οδό Ομπρί λε Μπουσέ

Νέος ο άνδρας ήτανε καστανός και με το χρώμα της φράουλας στα μάγουλα

Άνδρας Αχ! Αριάδνη

Έπαιζε φλάουτο και η μουσική κατεύθυνε τα βήματά του

Σταμάτησε στη γωνία του δρόμου Σαν Μαρτέν

Παίζοντας τον σκοπό που τραγουδώ και που έχω εφεύρει

Οι γυναίκες που περνούσαν σταμάταγαν κοντά σ' αυτόν

Ερχόντουσαν σε αυτόν από παντού

Όταν μεμιάς οι καμπάνες της Σαν Μερί βάλθηκαν να χτυπάνε

Ο μουσικός σταμάτησε να παίζει και ήπιε από τη βρύση

Που βρίσκεται στη σφήνα της οδού Σιμόν λε Φρανκ

Έπειτα έπαψε η Σαν Μερί

Ο άγνωστος ξαναπήρε τον σκοπό του

Και ξαναβρίσκοντας τα βήματά του περπάτησε μέχρι την οδό της Βερερί

Όπου μπήκε ακολουθούμενος απ' την ορδή των γυναικών

Που βγαίναν απ' τα σπίτια

Που έρχονταν απ' τις εγκάρσιες οδούς τα μάτια τρελαμένα

Τα χέρια απλωμένα προς τον μελωδικό απαγωγέα

Αυτός πήγαινε αδιάφορος παίζοντας τον σκοπό του

Δεινά επήγαινε


Κι ύστερα αλλού

Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι


Εκείνη τη στιγμή

Τα περιστέρια των Μολούκων κουτσουλούσαν περικόχλια μοσχοκάρυδου

Στον ίδιο χρόνο

Αποστολή καθολικών από τη Μπόμα τι έκανες τον γλύπτη


Αλλού

Αυτή διασχίζει μία γέφυρα που ενώνει τη Βόννη με το Μπόιελ και εξαφανίζεται μέσα απ' το  Pützchen

Την ίδια ώρα

Ένα νεαρό κορίτσι ερωτευμένο με τον δήμαρχο

Σε κάποια άλλη συνοικία

Ανταγωνίσου λοιπόν ποιητή με τις ετικέτες των αρωματοποιών


Εν ολίγοις ω σεις που γελάτε δε μάθατε σπουδαία πράγματα απ' τους ανθρώπους

Κι είναι με κόπο που αποσπάσατε λιγάκι γράσο από τη δυστυχία τους

Όμως εμείς που πεθαίνουμε για να ζούμε μακριά ο ένας απ' τον άλλον

Τεντώνουμε τα χέρια μας και πάνω σε αυτές τις ράγες κυλάει μία μακριά εμπορική αμαξοστοιχία


Έκλαιγες καθισμένη δίπλα μου στο πίσω μέρος μιας καμπίνας


Και τώρα

Μοιάζεις σ' εμένα μοιάζεις σ' εμένα δυστυχώς

Μοιάζουμε όπως μέσα στην αρχιτεκτονική του περασμένου αιώνα

Αυτές οι ψηλές καμινάδες μοιάζουν με πύργους

Πηγαίνουμε τώρα πιο ψηλά και πια τη γη δεν ακουμπάμε


Κι έτσι όπως ο κόσμος ζούσε κι εποίκιλε


Η πομπή των γυναικών μακρόσυρτη όπως μια μέρα χωρίς ψωμί

Ακολουθούσε στην οδό της Βερερί τον ευτυχισμένο μουσικό


Πομπές ω πομπές

Είναι όταν μια φορά ο βασιλιάς πήγαινε στη Βενσέν

Όταν οι πρέσβεις έφταναν στο Παρίσι

Όταν ο ισχνός Σουζέρ έσπευδε προς τον Σηκουάνα

Όταν η εξέγερση πέθαινε γύρω απ' τη Σαν Μερί

Πομπές ω πομπές

Οι γυναίκες ξεχείλιζαν τόσο ο αριθμός τους ήταν μεγάλος

Σ' όλους τους δρόμους τους γειτονικούς

Και έσπευδαν αιφνίδιες σαν σφαίρες

Για να ακολουθήσουν τον μουσικό

Αχ Αριάδνη κι εσύ Πακέτ κι εσύ Αμίν

Και συ Μία κι εσύ Σιμόν κι εσύ Μαβίζ

Κι εσύ Κολέτ κι εσύ ωραία Ζενεβιέβ

Περάσανε τρεμάμενες και μάταιες

Και τα βήματά τους αθόρυβα κι σβέλτα πήγαιναν σύμφωνα με τον χτύπο

Της ποιμαντικής μουσικής που οδηγούσε

Τα πεινασμένα τους αυτιά


Ο άγνωστος σταμάτησε μία στιγμή μπροστά σε κάποιο σπίτι που πωλείται

Σπίτι εγκαταλελειμμένο

Με τα παράθυρα σπασμένα

Είναι μια κατοικία του δεκάτου έκτου αιώνα

Η αυλή χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων παραδόσεων

Εκεί είναι που μπήκε ο μουσικός

Η μουσική του που απομακρυνόταν έγινε αχνή

Oι γυναίκες τον ακολούθησαν μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι

Κι όλες εκεί μπήκαν μια ανακατωμένη συστάδα

Όλες όλες εκεί μπήκαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους

Χωρίς να λυπηθούν γι' αυτό που αφήσαν

Γι' αυτό που εγκατέλειψαν

Χωρίς να μετανιώσουν για τη μέρα τη ζωή και την ανάμνηση

Δεν έμεινε κιόλας πια κανείς στην οδό της Βερερί

Μονάχα εγώ ο ίδιος και κάποιος ιερέας από τη Σαν Μερί

Πήγαμε μπήκαμε στο παλιό σπίτι

Αλλά δε βρήκαμε κανέναν


Να εδώ το βράδυ

Στη Σαν Μερί είναι ο Αngélus που ηχεί

Πομπές ω πομπές

Είναι όταν μια φορά ο βασιλιάς γύρναγε από τη Βενσέν

Εκεί ήρθε ένα μπουλούκι καπελάδων

Εκεί ήρθαν έμποροι της μπανάνας

Ήρθαν στρατιώτες της προεδρικής φρουράς

Ω νύχτα

Αγέλη των νωχελικών βλεμμάτων γυναικών

Ω νύχτα

Εσύ ο πόνος μου και η μάταιη προσμονή μου

Ακούω να πεθαίνει ο ήχος ενός φλάουτου μακρινού


Γκιγιώμ Απολλιναίρ 1880-1918

μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου

πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Βακχικόν, Τεύχος 24


(Le musicien de Saint-Merry, Ondes, Calligrammes 1918)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου