Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι’ αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.
Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
Θες να σου πω το πως μ’ έχει απαντήσει;
Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίση.
Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.
Κύττα πως αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύση.
ανέσπερον αστέρι να προφτάση
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήση.
Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου