Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Μαρία Πολυδούρη-Γυρισμός

 Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου

κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.

Ήρθες, όσο κι’ αν μάκρυνεν ο χρόνος,

ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.


Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;

Κυττάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει

σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;

Θες να σου πω το πως μ’ έχει απαντήσει;


Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη

στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.

Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε

πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίση.


Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω

εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.

Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη

απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.


Κύττα πως αγωνίζεται η ψυχή μου

τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύση.

ανέσπερον αστέρι να προφτάση

το αργυρό μέτωπό σου να φιλήση.


Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου