20
Και τους αγίους και τους σοφούς με όλο τους το κόμμα
Τους στρώσαν σε κατάψυχρο να κοιμηθούνε στρώμα
Πουν’ τώρα οι προφητείες τους; Και πώς τα στόματά τους
Που βγάζανε λόγια σοφά στουπώθηκαν με χώμα;
21
Για μένα που των μυστικών ανοιγοκλείει η θύρα
Όμοια και λύπη και χαρά μαζί τα δυο τα επήρα
Μια και στον κόσμο αυτόν εδώ όλα ένα τέλος θάχουν,
Πάμε παιδιά στο καπηλειό να φέρουμε μια γύρα
22
Το δυνατότερο κρασί που ο χρόνος έχει φτάσει,
Όλοι μας γύρω επίναμε σε χωματένιο τάσι,
Κι ήπιαμε μια φορά…και δύο. Μα ύστερα ένας ένας
Σιωπηλά μας ξέφυγε να πάει…να ησυχάσει.
23
Είδα μια θύρα σφαλιστή όμως κλειδιά δεν είδα.
Και παραπέτασμα βαρύ χωρίς καμιά θυρίδα.
Για το Εγώ και για το Συ μιλούσαν…κι εσωπάσαν.
Και μες στης Νύχτας τη Σιγή πετούσε η νυχτερίδα.
40
Κ’ όντας σας φέρνουν το κρασί σε κύπελ’ ασημένια
Δεν είναι κρίμα, πίνετε χωρίς φροντίδα κ’ έννοια.
Και μη θαρρείτε ο Πλάστης μας πως σκέπτεται μονάχα
Για το δικό σας μούτσουνο και τα δικά μου γένια.
41
Στέκει η καρδιά μου κι απορεί. Δεν ξέρει που να γύρει
Προς την Ταβέρνα ή στο Τζαμί; Κοράνι ή ποτήρι;
Μα είναι θαρρώ καλύτερα να κάθεται κανένας
Γερός στο καπηλειό παρά τρελός στο μοναστήρι.
42
Εγώ δεν είμαι άνθρωπος να τρέμω αν ξεψυχήσω.
Ποιος ξέρει αν πέρα μια ζωή καλύτερη δεν ζήσω.
Δώρο που μου το δώρισε στη γέννησή μου ο Πλάστης.
Σαν θάρθει η ώρα να χαθώ θα σου το δώκω πίσω.
43
Οι αύρες πλέκουν για τη Γη την Άνοιξη στεφάνι
Κ’ όλων τα μάτια καρτερούν να βρέξει, να γλυκάνει
Το λευκό χέρι του Μωυσή τους κλάδους ασημώνει
Και του Χριστού το πέρασμα μοσχοβολάει λιβάνι.
70
Τριανταφυλλένιο μάγουλο, χέρια ολόασπρα κρίνα.
Κορμάκι που σαν είδωλο το προσκυνάει η Κίνα,
Στη Βαβυλώνα ο βασιλιάς μαζί σου αποτρελάθη
Και τον γελάνε τα παιδιά, και τόνε δέρν’ η πείνα.
71
Τ’ άστρα για σένα εδιάλεξαν το θρόνο του Χοσρόη.
Και τ’ άλογο, που ακράτητο τα χαλινάρια τρώει.
Κουρσάρος ανυπόταχτος. Ω Σάχη, κοίταζέ το.
Όπου πατάει το πόδι του βγάνει χρυσάφι η χλόη.
72
Είν’ η Ζωή παράξενο που φεύγει καραβάνι.
Που της θυμίζει τη χαρά της Μοίρας το δρεπάνι.
Πες μου, γιατί να θλίβεστε και συλλογιέστε τ’ Άυριο;
Κέρνα μας, κέρνα κεραστή, κι η Νύχτα μας προκάνει.
73
Φέρτε μου, φίλοι μου, κρασί ρουμπίνι στο πλευρό μου
Με το χυμό του πλύνετε το χλωμοπρόσωπό μου,
Και σαν πεθάνω με κρασί το σώμα μου ας μου πλύνουν
Και πλέξετε από κλήματα το νεκροκρέβατό μου.
82
Κι αυτό το βάζο που θωρείς βουβό και λυπημένο
Ήταν κι αυτό ένας εραστής σε χρόνο περασμένο.
Και τούτο εδώ το πιάσιμο που βλέπεις στο πλευρό του,
Χέρι ήτανε, που αγκάλιαζε λαιμό χαριτωμένο.
84
Κάμε όπως κάμνουν οι σοφοί και μη πολυπλανάσαι
Παράτησε τις προσευχές και τις νηστείες σπάσε.
Και πρόσεχε, Ομάρ Καγιάμ, έργα σωστά να κάμεις.
Μέθα, και πήγαινε μακριά, καλός μονάχα να’ σαι.
88
Ω έρωτα, νάταν βολετό να γίνει όπως το νιώθω.
Του κόσμου το σχεδίασμα να σπάσω μ’ ένα γρόθο
Και να το παίρναμε ύστερα εγώ και συ στη Μοίρα.
Να μας το πλάσει αρμονιστά με της καρδιάς τον πόθο.
101
Μια και πηγαίνει ο δρόμος μας προς το νεκροταφείο
Δίχως αγάπη και κρασί ειν’ η ζωή φορτίο.
Φιλόσοφε, πες μας λοιπόν, τι σκέπτεσαι για τούτα;
Το κέρδος ποιο να ξέρουμε του κόσμου το βιβλίο;
103
Φίλοι μου, σαν θα βρίσκεστε σε γλέντι ή πανηγύρι,
Κι έρθ’ η Χαρά με το κρασί που το χορό θα σύρει,
Μην το ξεχνάτε μια φορά παρέα σας πως ήμουν.
Σαν θ’άρθει ο γύρος μου…στη Γη αδειάστ’ ένα ποτήρι.
Omar Khayyam (1048-1131)
Μετάφραση: Παύλος Γνευτός
Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ. Αθήνα: Ερατώ 1997.
Πηγή: http://eranistis.net/wordpress/2015/08/07/omar-khayyam-rubayat/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου