1 Τη ζωή για να ζήσεις με σύνεση, πρέπει λίγα να ξέρεις.
Για την αρχή –κανόνες δύο θυμήσου: για να ’χεις τύχη,
Καλύτερα νηστικός, παρά χορτάτος μ’ ότι τύχει,
Και κάλλιο μοναχός, παρά παρέα μ’ όποιον τύχει.
2 Κρίμα, την ψυχή να ταΐζεις με μπουμπούκια της θλίψης,
αφού της ηδονής τα μυστικά για σένα δεν αποκαλύψεις.
Κυνήγα τις χαρές κι αχόρταγος κρασί βαρέλι να στύψεις,
Σύντομη η ζωή, περνούν και φεύγουν στιγμές και τύψεις.
3 Γνωστοί του ποτού οι κανόνες, κι ορίζουν: ποιος πίνει,
Πότε και πόσο πίνει, κι ακόμα με ποιον το κρασί του πίνει.
Αν τηρηθούν τα πιο άνω, δίχως άλλο σου φέρνουμε γούρι.
Ότι σημάδι σωφροσύνης το ποτό. και ποτέ, μα ποτέ κουσούρι.
4 Το νά ’χεις πάρε δώσε με κουτό, δεν είναι δα ντροπή.
Για τούτο βάλε στο νου σου του Ομάρ τη συμβουλή:
Όχι μην πεις, αν σου προτείνει ο σοφός μαχαίρι,
Ενώ μην πάρεις ούτε βάλσαμο απ’ του κουτού το χέρι.
5 Μας έχει φυτευτεί η ζωή η δίνη της μας παίρνει τα μυαλά.
Μα φτάνει μια στιγμή, που είναι καιρός ν’ ανοίξουμε πανιά,
Χωρίς ποτέ να μάθουμε το σκοπό της ζωής και το νόημα.
Ο ερχομός δίχως νόημα, μα το φευγιό μήπως έχει κι αυτό νόημα;
6 Στην κούνια το μωρό, στο φέρετρο ο μακαρίτης.
Αυτά τα ξέρει το θύμα καλά, αλλά καλά τα ξέρει κι ο θύτης.
Πιες ως τον πάτο το κρασί και μη ρωτάς τι θα σου λείψει:
Ο Κύριος στο δούλο του τα μυστικά του δε θ’ αποκαλύψει.
7 Στον κόσμο τούτο, μάλλον, δε θα ξαναβρεθείς,
Κι ούτε τους φίλους σου θα ξανασυναντήσεις.
Άρπα την τη στιγμή, άλλη φορά δε θα την ξαναβρείς,
Κι μήτε σε τούτη τη στιγμή κάποτε πάλι θα βρεθείς.
8 Περνάει και φεύγει η ζωή, σαν μια στιγμή στιγμής.
Αυτήν να θυμηθείς και πάρε από τούτη πλούτη ηδονής.
Όπως τη ζήσεις, έτσι ακριβώς το δρόμο θα διαβείς.
Και μην ξερνάς: την έκοψες στα μέτρα τα δικά σου.
9 Αλί και τρισαλί! Οι μέρες λίγες που θα ζήσουμε εδώ.
Χωρίς αγάπη να τις ζήσουμε και χωρίς κρασί, σκέτη αιδώ!
Προς τι, λοιπόν, αν είναι παλιός ή νιος ο κόσμος,
κι αφού θα φύγουμε, προς τι βασιλικός και δυόσμος;
10 Από τον άθεο ίσαμε την πίστη στο θεό – μια στιγμή.
Απ’ το μηδέν ως το άθροισμα το φοβερό – μια στιγμή.
Φύλαξε τούτον το θησαυρό, τη μια και μόνη στιγμή:
Η ζωή ούτε λίγο είναι κι ούτε πολύ: μια μόνο στιγμή.
11 «Ειν’ Άδης και Παράδεισος στον ουρανό», οι Φαρισαίοι λένε.
Αλλά κοιτάζοντας καλά τον εαυτό μου, είπα: Ψευτιά ’ναι!
Στου σύμπαντος το κάστρο δεν είν’ ο τρανός Παράδεισος
Κι ο μέγας Άδης ούτε: μονάχα της ψυχής τα δυο μισά, που καίνε.
12 Από πού ήρθαμε; Για ποια τραβούμε μέρη;
Το νόημα της ζωής μας ποιο; Κανένας δεν το ξέρει.
Πόσες ψυχές δεν χάθηκαν, δε γίνανε καπνός κι αγέρι,
και στάχτη, και σποδός. Πείτε μου που ’ν’ ο καπνός;
13 Γι’ αυτόν που πλάθει τον πηλό ο λόγος, τον τσουκαλά.
Την πάσα τέχνη του έβαλε µε γνώση, και µε πολύ σεβντά.
Στου είναι το στρωσίδι έχυσε την κούπα του γιοµάτη
Κι άναψε µέσα του των πόθων όλων πυρκαγιά.
14 Κι αν µόνο µ’ ένα τούβλο µετριόταν όλο µου το βιο,
Θα τό ’δινα ποτήρι να γιοµίσω µες σε κρασοπωλειό.
Κι αύριο πού θα βρω ψωµί; Σκούφια και ρούχο θα σκοτώσω.
∆εν τα ύφανε δα µε τα χέρια της καµιά θεά στον αργαλειό!
16 ∆εν πίνω το κρασί γιατί λατρεύω το κρασί.
∆εν πίνω για να µπω στης έκλυτης ζωής το βούρκο.
Πίνω για ν’ αναπνεύσω έξ’ από µένα µια στιγµή.
Εξ’ από µένα να βρεθώ• για τούτο πίνω το κρασί.
17 Ο φόβος του θανάτου -πίστεψέ µε!- δε µ’ αγγίζει.
Πιο τροµερή είν’ η ζωή. Τί µου ‘τοιµάζει η µοίρα;
∆ανεικιά την ψυχή µου από κάπου την πήρα:
Θα τη γυρίσω πίσω, σαν πίσω µου κλείσει κι η θύρα.
18 Τινάζω της ελπίδας το κλωνί• καρπέ του πόθου, πότε θα φανείς;
Σε τόσο σκότος τροµερό, της τύχης το νήµα πώς να το βρει κανείς;
Στενό κι άφωτο παντελώς, κι υγρό το µπουντρούµι της ζωής:
Προς την αιωνιότητα τη φωτεινή τη θύρα πώς να βρεις;
19 Στους τάφους οι κεκοιµηµένοι, επέστρεψαν στη Γη• οι τιποτένιοι γιοι
Σε µοίρα υπόκεινται οικτρή• η τέφρα τους εν τόπω σκορπίστηκε παντί.
Ποια µέθη θολώνει το µυαλό και τους βαστάει στου παντός την αγωνία;
Η φρόνηση σε ζόφο θά ’ναι βουτηγµένη, έως της Κρίσεως τη στιγµή.
Ομάρ Καγιάμ (Νισαπούρ Περσιας 1048-1131)
Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου