Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Paul Valery-Σπαράγματα Νάρκισσου


Ι

Cur aliquid vidi?


Έλα και λάμψε επιτέλους, αγνό τέρμα αυτής της φυγής!

Καθώς το ελάφι, απόψε, που διψασμένο πηγαίνει προς της πηγής

Τη μεριά κι όλο τρέχει ώσπου πιάνεται σε καλάμια πικρά

Έτσι κι εγώ απ' τη δίψα γκρεμίζομαι λίγο πριν τα νερά.

Πώς να δροσίσω αυτό τον κατάξερο έρωτα;

Θα πρέπει να πάψω της πηγής την έξαψη πρώτα:

Νύμφες μου, νύμφες, αν μ' αγαπάτε, κοιμηθείτε ακόμα!

Κάθε ψυχούλα είναι φρίκη και ξάφνιασμα στο δικό σας το σώμα.

Το ελάχιστο φύλλο, όταν πέφτει στα δάση.

Ξυπνά και ραγίζει ολάκερη πλάση.

Κι ας φεύγει κι ας κρύβεται σ' ίσκιους βαθιά,

Ο ύπνος σας είναι για με, ευτυχία ανίκητη από σπαθιά,

Επιτέλους, αυτός ο αναίτιος φόβος ας φύγει!

Το πρόσωπο μου ας μείνει σαν όνειρο που δε καταλήγει

Που μόνο ένας θεός που 'χει φύγει μπορεί να θυμάται!

Νύμφες μου σεις που κοιμάστε και συ ουρανέ,

μη σταματάτε να με κοιτάτε!

Ονειρευτείτε, ονειρευτείτε με!... Δίχως εσάς, ωραίες πηγές,

Η ομορφιά μου, ο πόνος μου, μάταιες θα 'ταν πληγές.

Ό,τι πιο πάνω αγαπώ θα 'ψαχνα δίχως ελπίδα.

Το κορμί μου ολάκερο χαμένη θα 'ταν φροντίδα.

Και το βλέμμα μου λυπημένο κι ανήξερο

Αλλού θα ζητούσε τον οίστρο...

Ίσως προσμένατεπρόσωπο αδάκρυτο κι άθλιβο,

Εσείς που μονάχα τα άνθη και τα κλαριά

Και τ' αγέρωχο ύψος έχετε μάθει,

Δεχτείτε αυτή την ανταύγεια απ' ανθρώπινα πάθη,

Ω Νύμφες!... Υπακούω στις μαγεμένες πλαγιές.

Που με φέρνουν κοντά σας και μου δείχνουν μονοπάτια, βραγιές.

Νερά μου ακύμαντα, νερά βαθιά, τα κορμιά σας

από την άπνοια είναι λιωμένα!

Είμαι μόνος!... Ας μ' αφήσουν κι εμένα

Έτσι να 'μαι: οι θεοί, οι ήχοι, οι θρήνοι, τα κύματα!

Μόνος!... Κι όμως πάλι στον εαυτό μου πηγαίνω με κλάματα.

Όπως κάποιος πηγαίνει σε κάποια πηγή που κρύβει ένα φύλλωμα...

Απ' τα όρη ψηλά ο αέρας παύει τώρα το ρήμαγμα·

Η φωνή των πηγών ξάφνου αλλάζει, μου μιλά για το βράδυ·

Ακούω την ελπίδα, με ακούν τα νερά, πούναι ήσυχα λάδι.

Μέσα στην άγια σκιά ακούω τη χλόη να μεγαλώνει.

Και το πανούργο φεγγάρι τον καθρέφτη του παντού να γυρίζει

Μέχρι μέσα βαθιά στα μυστικά της πηγής που κρυώνει...

Μέχρι μέσα βαθιά οτα μυστικά της ψυχής που να μάθει δειλιάζει,

Μέχρι μέσα βαθιά στην αγάπη για τον πικρό κρυμμένο εαυτό,

Τίποτε πια απ' το αμίλητο βράδυ δεν μπορεί κανείς να ελπίζει...

Στο κορμί μου η νύχτα κρυφά διαδίδει ότι αγαπάω μόνο αυτό.

Δροσερή η φωνή της στις ευχές μου αποκρίνεται·

Και αμέσως μετά μες στην αύρα ιδού υποκρίνεται,

Του ναού της ο τρόμος είναι αβάσταχτος.

Στη σιωπή παραδίδεται, είν' ο τόπος αυτός ανυπόταχτος.

Τί γλυκό, ακόμα να σε κρατά στη ζωή, η μέρα,

Όταν πια σα ρόδο του έρωτα σκορπά στον αγέρα,

Μες στο αίμα αργά να κυλά, φορτωμένη

Τρυφερούς θησαυρούς και να μοιάζει γερμένη

Μες στη μνήμη, σε θάνατο ολόγεμο και πορφυρό

Ευτυχισμένη ωστόσο, τα 'χει όλα αρπάξει σα λάφυρο

Τ' αφήνει κατόπιν και χάνεται μ' όλο τον τρύγο

Καταλήγει σ' όνειρο, που το βράδυ κρύβεται λίγο.

Σ' ένα τόσον ήσυχο τόπο βουλιάζεις βαθιά στο Εγώ!

Η ψυχή σου μέχρι που φεύγει ψάχνει για ένα Θεό

Τον ζητάει στο έρημο κύμα, ίδιο με κύκνο

Που αφήνει στο πέρασμα λαμπρότατο λίκνο...

Στο κύμα αυτό ποτέ δεν ήρθαν να πιούνε τα πλήθη!

Μόνο κι άλλοι χαμένοι που 'ρθαν να βρούνε τη λήθη

Και να τώρα απ' τη δύσμοιρη γη ένα μνήμα ολοφώτεινο ανοίγει...

Όμως δε βγαίνει καθόλου γαλήνη από 'κει, μόνο φόβοι και ρίγη!

Όταν η μαύρη ηδονή, που κοιμάται η λάμψη,

Σα φύλλωμα εμπρός μου ξαναπετάξει,

Τότε, ω σώμα μου τυραννικό, θα 'χεις δαμάσει

Τη σκιά, θάχεις το φόβο της αφήσει στα δάση.

Για την αιώνια νύχτα της μόνο συ θα λυπάσαι!

Για σένα δω όλα είναι πλήξη, Νάρκισσε!

Όλα σε κράζουν, σε δένουν στο λαμπρό σου κορμί

Που στέλνει πάνω σου των νερών η κρύα ορμή!

Ας θρηνήσω τη μοιραία σου λάμψη, τη τόσον αγνή,

Γιατί μόνον εγώ σου παραστέκομαι, πηγή,

Τα δικά μου τα μάτια τρυγούν από σένα κρύα ανταύγεια και κυανή,

Της ψυχής μου τα μάτια κοιτάζουνε σαν έκπληκτη μαρμαρυγή!

Βάθη, ω βάθη κι όνειρα σεις, που με κοιτάτε,

Καθώς θα κοιτάζατε μιαν άλλη ζωή,

Πέστε μου, μένα δεν είναι που μόνο κοιτάτε,

Το κορμί μου δεν είναι δική σας ροή;

Πάψτε πια, ω πνεύματα μαύρα, αυτό το μαρτύριο

Που κατατρέχει μια ψυχή που αγρυπνά

Μην ψάχνετε μέσα σας, στους ουρανούς, το ελιξήριο

Για το θαύμα της ύπαρξης που τόσο πονά:

Στην πηγή θα το βρείτε, είναι το σώμα μου, ένα μυστήριο...

Κρατείστε στα μάτια σας το εξαίσιο θήραμα,

Αιχμαλωτείστε μαζί και τον άρρωστο έρωτα για τον εαυτό του

Οι βλεφαρίδες σας, μεγάλες σα δίχτυα θα είναι κράμα

Από μετάξι κι από τη λάμψη του ωραίου αιχμαλώτου-

Μη πιστέψετε όμως ότι θα πάει ποτέ σε άλλο μέρος.

Αυτός μονάχα στο κρύσταλλο μένει·

Τίποτε δεν μπορεί, όσο κι αν επιμένει,

Να τον πάρει αυτόν απ' τα νερά, ώσπου γίνεται γέρος...

Έρως

Έρως;

Κάποιος φωνάζει Έρως... Α, χλευαστή!

Ηχώ μακρινή που φέρνει μήνυμα!

Από το γέλιο της ο βράχος πέφτει, σπάει την καρδιά μου σαν την κλωστή

Και η σιωπή σαν από θαύμα,

Παύει!... μιλά, γεννιέται ξανά μες στα νερά...

Έρωτας;...

Έρωτας μαύρος!... Εσείς μου το λέτε καλάμια πικρά,

Και την πληγή μουστον άνεμο γυρνάτε μ' αγκάθια!

Σπηλιές, την ψυχή μου ανοίγετε κι άλλο βαθιά,

Η σκιά σας πονάει, τρέμει η φωνή της και ξεψυχάει...

Ο ψίθυρος σας, κλαδιά, σα φήμη αντηχάει,

Σπαράζει και σέρνεται με του δάσους τα πνεύματα,

Σα χρυσάφι λεπτό παραδέρνει στης μοίρας τα νεύματα...

Θεοί ασυγκίνητοι, όλα με μένα τώρα πια επιδίδονται!

Τα μυστικά μου στους πέντε ανέμους ευθύς διαδίδονται,

Γελάει ο βράχος, το δέντρο θρηνεί, με το δικό του το θρήνο,

Στους ουρανούς, την ύπαρξη μου ολόκληρη τείνω,

Τη δύναμη της εκεί θέλω να χάσει!

Τι κρίμα! Μες στην αγκάλη που γεννάει τα δάση,

Μια λάμψη δειλή αμφίβολης ώρας υπάρχει,..

Εκεί, από ένα περίσσευμα μέρας προβάλλει ο νυμφίος,

Ολόγυμνος και στων νερών πιασμένος τη λυπημένη απόχη.

Όμορφος δαίμονας, ηδονικότατος, κρύος!

Είσαι εσύ, γλυκό μου κορμί, από φεγγάρια και ρόδα,

Ω μορφή μου υπάκουη, τις ευχές μου εμπόδια!

Και τι φέρνουν τα χέρια, ωραία και μάταια δώρα!

Τα χέρια μου αργά μες στο χρυσάφι γέρνουνε τώρα

Παύουν πια να ζητούν τον αιχμάλωτο που τα φύλλα κρατούν

Η καρδιά μου μόνο φωνάζει, μα οι Θεοί δεν ακούν!...

Τί ωραίο το στόμα σου μένει σ' αυτή τη βουβή βλασφημία!

Πόσο μου μοιάζεις!... Αλλά πόσο πιο όμορφη έχεις φυσιογνωμία,

Καθαρότατη στα μάτια μου μπρος, αυτή η εφήμερη αθανασία,

Το κορμί σου ολόφεγγο μαργαριτάρια και τα μαλλιά σου ωραία μετάξια

Γιατί όλ' αυτά ήρθ' η σκιά και τα μαύρισε,

Η νύχτα γιατί μας χωρίζει, ω Νάρκισσε,

Γιατί να μας κόβει σαν κρύο μαχαίρι που κόβει ένα μήλο!

Τι έχεις; πες μου.

Σε κούρασ' ο θρήνος μου;...

Να σου στείλω

Πασκίζω λίγη πνοή, αδελφέ μου, στα χείλη.

Μα η διάφανη κάμα τρέμει πολύ, έξω μας κλείνει σαν Πύλη!

Πώς τρέμεις!... Αλλά τα λόγια που λέω

Είναι μόνο ψυχή που διστάζει και καίω

Από τη μνήμη που σέρνει το δόλιο κεφάλι...

Να σε πιω θα μπορούσα, είμαι τόσο κοντά, μου έρχεται ζάλη.

Πρόσωπο μου!... Ένας σκλάβος γυμνός είν' η δίψα που έχω

Μέχρι τώρα είχα μάθει απ' τον εαυτό μου ν' απέχω,

Να τον αγαπάω δεν ήξερα ούτε πώς να τον βρω!

Σε βλέπω, σκλάβε γυμνέ, στης καρδιάς μου κάθε ίσκιο αβρό

Υπακούω, υπακούω στον πόθο, μόνο σ' αυτόν.

Βλέπω στο μέτωπο την καταιγίδα, βλέπω τη λάμψη των μυστικών,

Βλέπω, τι θαύμα να βλέπω, το στόμα αυτό να χαράζει

Να προδίδει... επάνω στο κύμα λουλούδι από σκέψη να ζωγραφίζει

Και τι γεγονότα σκορπάει στα μάτια!

Τι έπαρση και νωχέλεια ως πέρα στα πλάτια.

Καμιά νύμφη παιδούλα τέτοια δεν έχει

Καμία! Με τα νάζια που κάνει, όταν τρέχει,

Καμιά απ' τις νύμφες, καμιά δε με θέλγει, γι' αυτό

Μόνο σένα αγαπάω, Εγώ μου αστέρευτο!...


ΙΙ

Πηγή, ω πηγή, ψυχρό μου παρόν.

Τρυφερή συγκατάβαση στη δίψα των όντων,

Που πρόθυμα τρέχουν στη φωλιά τσυ θανάτου.

Για σε όλ' αυτά είναι όνειρο, παγερή αδελφή του αναπότρεπτου.

Δεν προφταίνεις τη μοίρα να δεις κι αμέσως αλλάζει,

Το πρόσωπό της κατά τη φυγή πάντα κοιτάζει,

Ο ύπνος σου, ω κύμα, τα ύψη μαγεύει!

Απ' τα όντα που νίβεις κανένα δε σε μολεύει

Και τα χρόνια περνούν από πάνω σα νέφη

Όμως γνωρίζεις το καθετί που σου γνέφει

Αστέρια, τριαντάφυλλα, εποχές, τα κορμιά, τις αγάπες τους!

Τέτοια νύμφη διάφανη, με πυκνή ομορφιά, δεν είδαν ποτέ τους

Ν' ανθίζει, να παίρνει ζωή απ' ό,τι γλυκά την αγγίζει.

Στο βράχο της μέσα σοφία συνάζει,

Τη σκιά της ημέρας χαράζει στα δάση.

Γνωρίζει τα πάντα που υπήρξαν στην πλάση...

Σκεπτική παρουσία, νερό με την ήσυχη ανατριχίλα

Σκοτεινό θησαυρό συγκεντρώνεις από μύθους και φύλλα,

Το πεθαμένο πουλί, το ώριμο φρούτο, πέφτουν αργά,

Όλ' αυτά και δαχτυλίδια παλιά η σιωπή σου τρυγά.

Ότι τρέφεσαι φαίνεται απ' την απώλεια,

Η αιώνια όψη σου απαυγάζει των μεγάλων ερώτων

Την κρύα συντέλεια...

Καθώς το φύλλωμα στον άνεμο πλέει,

Και τρέμει και φεύγει κι απ' όλα τα μέρη του κλαίει,

Το μαύρο έρωτα βλέπεις να δέρνεται σαν καταιγίδα.

Το φλογερό εραστή ν' αγκαλιάζει τη λευκή παλλακίδα,

Να νικά τη ψυχή... Και ξέρεις με τί τυφερότη

Το εύρωστο χέρι του περνά τη πυκνότη

Της κόμης που κοσμεί το ωραίο κεφάλι,

Απλώνεται βέβαιο σα να 'ναι η μόνη αγκάλη-

Κυριεύει τη σάρκα, στ' αφτί ψιθυρίζει.

Ο αιώνιος άνεμος τα μάτια πικρίζει

Και βλέπουν μονάχα το αίμα που τα βλέφαρα βάφει,

Η τρομερή του πορφύρα σκοτεινιάζει τα φώτα και τα εδάφη.

Όπου πέρα βαδίζει ένα ζευγάρι, μάλλον τρεκλίζει

Κι οι δυο στενάζουν... Η γη τους μαυλίζει

Τα κορμιά τους κλονίζονται, ακόμη παλεύουν

Απ' την άμμο που το σμίξιμο κόβει να γλιτώσουν γυρεύουν

Η αγάπη τους όμως σε λίγο πεθαίνει...

Η ανάσα τους μόνο ανυπότακτη μένει,

Η ψυχή που πιστεύει ότι τάχα μ' άλλη ψυχή ανασαίνει

Αλλά συ, ακριβή μου πηγή, γνωρίζεις καλά τι συμβαίνει

Τι καρπό τέτοιες μαγεμένες στιγμές πάντοτε βγάζουν!

Γιατί, όταν οι ερωτευμένες καρδιές ησυχάζουν

Όταν είναι πια με ηδονή χορτασμένες

Κι όταν οι δυο εραστές χωριστούν, βλέπεις τι μαραμένες

Οι μέρες τους είναι μέσα στο ψέμα

Τι τρυφερά ο ένας του άλλου πίνουν το αίμα!

Σε λίγο, πάνσοφο κύμα μου, άπιστο, πάντοτε ίδιο,

Αυτούς τους τρελούς που τον έρωτα είχαν πιστέψει για πιστό κατοικίδιο

Ο χρόνος τώρα προς τα βράχια σου σέρνει πικρά να στενάζουν!

Με τα βήματα τους εκεί τις μνήμες μετρούν που συνάζουν...

Μπρος στις όχθες σουφορτωμένοι σκιές και ωχρότη

Πετρωμένοι και βαθιά πληγωμένοι από τ' ουρανού την πολλή ωραιότη

Που κρατά και θυμίζει των παλιών ημερών τους τη λάμψη,

Εκεί πέρα ζητούν, στα ωραία που έχουν χαθεί, την ανάπαψη.

«Αυτή εκεί η γωνιά στη σκιά ήταν δική μας, πόσο ήσυχη!»

«Το κυπαρίσσι αυτό η αγάπη μου πόσο το λάτρευε, με τί ψυχή»

«Από 'δω μας εδρόσιζε η ανάσα της θάλασσας πέρα!»

Αλίμονο τώρα! Και τα τριαντάφυλλα είναι πικρά μες στον αγέρα...

Λιγότερη πίκρα φέρνει ο καπνός, η οσμή,

Απ' τα φύλλα που σήπονται σε βράχου σχισμή!...

Τους πνίγει αυτός ο αέρας, δεν ξέρουν στ' αλήθεια αν περπατούν

Με τα πόδια τους τρίβουν την απελπισία που ζουν...

Το βάδισμα τους πότε αργό πότε γρήγορο, όπως οι σκέψεις,

Που περνούν στο κεφάλι τους, σαν πληγές και σαν τύψεις!

Το χάδι κι ο φόνος στα χέρια τους μπλέκονται

Η καρδιά τους πάει να σπάσει, όπου κι αν τώρα πορεύονται.

Ωστόσο παλεύει, κρατάει μέσα της λίγη ελπίδα.

Όμως στο πνεύμα τους καμιά ηλιαχτίδα.

Είναι λαβύρινθος, είναι κατάρα!

Η τρελή μοναξιά τους ίδια με ύπνου γλυκιά συμφορά

Ξεγελά το παρόν η μυστική ακοή τους

Παντού ξεθάβει φωνές που ποθεί η ψυχή τους.

Τίποτε δε γλιτώνει απ' την απόλυτη δύναμη των δικών τους ονείρων

Όμως ούτε ο ήλιος δεν μπορεί να νικήσει το μηδέν των απείρων!

Στο χρυσάφι μέσα το βλέμμα τους κι αν γυρνά.

Είναι μαύρο, με τα δάκρυα του τον άδη κερνά,

Τον ποθεί πιο πολύ κι απ' όλη της μέρας τη χάρη!

Και στο σώμα αυτό, απ' όπου ο έρωτας τα πάντα έχει πάρει

Και όπου η ψυχή με τη βία στέκει άλλο,

Καίει σα φιλί ένα σφοδρό μυστικό και μεγάλο...

Όμως εγώ, Νάρκισσε μου ακριβέ, δεν έχω απορία

Παρά μόνο για τη δική μου ουσία·

Κάθε άλλος έχει για μένα καρδιά γεμάτη μυστήρια.

Κάθε άλλος είναι για μένα απουσία.

Κορμί μου κυρίαρχο έχω μόνο εσένα!

Ο πιο ωραίος θνητός πώς ν' αγαπήσει άλλο κανένα...

Γλυκός, χρυσαφένιος, δεν είναι σαν είδωλο πιο ιερό

Απ' όλο το δάσος που χάνεται με τον καιρό

Κι ας είναι ζωσμένο από τόσα πουλιά και ουρανό;

Δεν είναι σα δώρο πιο θεϊκό από κάθε κρουνό,

Κι η μέρα που σβήνει ποιον άλλο σκοπό

Υψηλότερο έχει απ' το να φέρνει στα μάτια μου τ' ωραίο μου πρόσωπο;

Ας αρχίσει λοιπόν μεταξύ μας η γλυκιά ανταπόδοση.

Αδελφέ μου ομόφωτε, από σιωπή κι από έκσταση!

Της ψυχής μου ω τέκνο και των κυμάτων, δέξου αυτόν τον χαιρετισμό

Του καθρέφτη αμύθητο χρυσωρυχείο, μοιράσου μαζί μου τον κόσμο!

Η τρυφερότητα μου σε σένα προστρέχει

Μεθά με τον πόθο που μόνο χορταίνει μ' ό,τι δεν έχει!

Με τις ευχές μου πώς μοιάζεις εσύ απαράλλαχτος!

Απαλός πόσο δείχνεις, δίχως άλλο ανέγγιχτος.

Είσαι φως, μόνο φως, είσαι η μια μόνο πτυχή

Από έναν έρωτα πούναι ένωση αδύναμη, άψυχη!

Δυστυχώς είναι η ίδια η νύμφη που μας χωρίζει!

θα μπορούσε κανείς εκτός από δάκρυα κάτι άλλο πια να ελπίζει;

Τι ωραίους κινδύνους θα μπορούααμε οι δυο μας να προτιμάμε!

Μαζί δίχως φόβο να λαχταράμε.

Οι δυστυχίες μας σα χέρια, σα δάχτυλ,α, σφιχτά να πλεχτούν,

Οι σιωπές μας τα ίδια όνειρα να ονειρευτούν,

Η ίδια νύχτα να κλαίει στα μάτια μας με σπαραγμούς.

Να στηθοδερνόμαστε με τους ίδιους πικρούς στεναγμούς

Να σφίγγουμ' οι δυο μας την ίδια καρδιά πρόθυμη μόνο εμάς ν' αγαπήσει...

Επιτέλους αρνήσου αυτή τη σιωπή, γυρεύω απάντηση,

Νάρκισσε μου σκληρέ, ωραίε κι απρόσιτε έρωτα.

Την ομορφιά μου κρατάς, τη νύμφη, αν θες, ρώτα...


III

...Αυτό το καθάριο κορμί άραγε ξέρει πόσο πολύ με ταράζει;

Από τι βάθη ξεκινά η ορμή σου που τα σπλάχνα μου σφάζει,

Ω ερημίτη εσύ της αβύσσου χωράει ο νους

Πως είσαι τώρα στα σκοτεινά, εσύ που έχεις πέσει απ' τους ουρανούς;

Είσαι το κόσμημα του λυπημένου μου πόθου,

Ένα χαμόγελο που τολμά να χαράζει στο κέντρο του ζόφου,

Τόσο ακριβό, λεπτότατο τόσο, που τρέμω μη σβήσει,

Αν τυχόν η καρδιά μου κάτι άλλο ελάχιστο επιθυμήσει!

Ποια πνοή σ' ανεβάζει στο κύμα, ψυχρό μου, ωραίο τριαντάφυλλο!

Αγαπώ... Αγαπάω!... Ποιος θα μπορούσε, λοιπόν, ν' αγαπά κάτι άλλο

Παρεκτός το γλυκό εαυτό του;

Μόνον εσύ κορμί μου, κορμί, ω αγάπη των άκρων.

Με φυλάς και με βγάζεις απ' τα νύχια των κρύων νεκρών.

Μια προσευχή μες στη σιωπή τώρα από μας ας ακουστεί

Μια προσευχή στους θεούς που απ' την τόση αγάπη έχουν συγκινηθεί

Γι' αυτό η μέρα με εντολή τους μες στο λυκόφως έχει σταθεί!...

Είθε, ω 'Αρχοντες ευτυχισμένοι, που θερμά συνιστάτε της πλάνης το χάδι

Η λάμψη απ' το ρόδο ή το σμαράγδι

Το σκήπτρο απ' τα όνειρα που σεις κρατάτε να αναλάβει

Είθε αγνή και ίδια με πνεύμα καθάριο που αναπαύει

Ψηλά στο στερέωμα να με προσμένει

Και μέσα εκεί με την αγάπη μου νάβρω κλίνη στρωμένη

Είθε να βγεις απ' της νύμφης το κρύο πλευρό

Κοιτάζοντας με στα μάτια, τον εαυτό μου έτσι να βρω,

Μες στη ζωή μου τρυφερά η μορφή σου να γείρει,

Να σ' αγγίξω επιτέλους!... Το γλυκό σου κορμί σαν τη γύρη

Να με τυλίξει, από κάθε καρπό, από κάθε γυναίκα, πολύ πιο αγνό...

Όμως είναι από πέτρα σκληρή ο ναός, όπου εγώ τριγυρνώ.

Όπου ζω... Γιατί απ' τα χείλη σου εγώ ζω, αν ότι ζω πω!...

Κορμί μου, ακριβό μου κορμί, ο ναός μου είσαι, ω,

Όμως γιατί μου κρατάς μακριά το δικό μου θεό...

Αν γαληνέψω το στόμα σου, μ' ένα φιλί μου θα πιω

Κάθε φραγμό που μας χωρίζει απ' την υπέρτατη ύπαρξη,

Αυτή την έντρομη, συνεσταλμένη και μοιραία απόσταση

Σε μένα ανάμεσα και το νερό, στην ψυχή μου ανάμεσα και τους θεούς.

Αντίο... Νιώθεις και συ αυτούς τους μύριους χαιρετισμούς;

Γύρω μας τρέμουν, αρχίζουν ταράζονται και οι σκιές!

Ένα δέντρο τυφλό με τα κλαδιά του σφιχτά αγκαλιάζεται, δες,

Της ψυχής του γυρεύει το δέντρο που χάνεται ίσως...

Η ψυχή μου και μένα χάνεται, να, στο δικό της άγριο δάσος.

Εκεί που η ένταση ξεπερνάει τα μέτρα...

Η ψυχή, η ψυχή μελανόφθαλμη, αγγίζει τα τάρταρα

Μεγαλώνει, απλώνεται, όμως στο τίποτε πάντα περνά...

Στο θάνατο ανάμεσα και τον εαυτό της, Θεέ μου, τι βλέμμα γυρνά!

Θεοί! Της άγιας ημέρας τ' απομεινάρια,

Στης επάρατης μοίρας το δρόμο τραβούν δίχως χνάρια·

Γκρεμίζονται μέσα στης άβυθης μνήμης την κόλαση

Αλίμονο! Ω άθλιο σώμα, μην αποφεύγεις την ένωση...

Σκύψε... φιλήσου. Συγκλονίσου ως της ύπαρξης σου τα έγκατα!

Ο απόρθητος έρωτας που ήρθες εδώ να μου τάξεις με κλάματα

Σαν άγριο ρίγος, περνά, σπαράζει τον Νάρκισσο, φεύγει...

Μιλά Ο Νάρκισσος

narcissae placandis manibus

Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω

Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω

Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής

Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.

Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελή.

Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-

Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,

Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι

Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.

Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ' έχει ριγμένο,

Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!

Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν' αγαπάω

Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.

Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,

Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ' αγκάλιαζω,

'Αραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω

Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.

Αλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!

Μες από δάση γαλάζια κι απ' τ' αδελφού μου περνά

Την αγκαλιά, μια λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,

Κι ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ' του φωτός τα συντρίμμια

Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού...

Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ' αγρίμια!

Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη

Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη

Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!...

Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά

Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!

Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.

Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,

Νάρκισσε... και τ' όνομα σου ακόμη γλυκαίνει

Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει

Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.

Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί

Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,

Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά

Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.

Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.

Κάτω απ' τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά

Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά

Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ' ακαταδεξιά.

Απ' τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,

Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα

Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.

Χαίρε, Νάρκισσε... Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!

Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,

Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις

Το κοπάδι των ήχων της λύπηςπου περισσεύει.

Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ' αστέρι,

Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,

Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!

Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.

Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία

Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια

Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.

Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!

Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη

Βρέξε παντού το φεγγάρι μ' ασήμι και δάκρυ.


Paul Valéry (30 Οκτωβρίου 1871 – 20 Ιουλίου 1945)

Μετάφραση: Βαγγέλης Κάσσος

πηγή: http://www.peri-grafis.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου