Φορτώνω στη ράχη μου
δύο νεκρά πουλιά
τα φτερά τους
-και πεθαμένα- κροταλίζουν
κρυφά περάσματα στις φυλλωσιές
και λιτανείες στο νότο
κι έναν παλμό που ήτανε κάποτε
κήπος ατίθασος
στην όψη του αμάραντου
και στην οσμή της σάρκας
φορτώνω στη ράχη μου
δύο νεκρά πουλιά
κι όνειρα αμέριμνα
που δεν κουράζονται ποτέ
να επιστρέφουν στη φωλιά τους
όπως το ψάθινο καπέλο του καλοκαιριού
που εκτελεί πάντα την ίδια πορεία
μακριά απ’ το κεφάλι μας
όταν τ’ αφήνουμε να το ρουφήξει
το πρώτο μελτέμι
και τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου
κι ύστερα η μνήμη που δε συγκρατεί τίποτα
αληθινά δικό μας
παρά αυτή την τελευταία ανέλιξη
σε μιαν αόρατη σκάλα
ταλαντεύομαι
και πληρώνω το βάρος μου
σε κάθε βήμα
η πτήση ξεκινά από την πλάτη μου
και τελειώνει εκεί
δεν είναι ύψους ενατένιση
αλλά παράταση αναπνοής.
~
από τη συλλογή Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου